Αύξηση χαμηλόμισθων δημοσίου ενώπιον της Βουλής.Αντιπαραθέσεις για αναφορά σε «εκτροχιασμό» οικονομίας

Παραγωγικότητα και χαμηλόμισθοι απασχόλησαν συζήτηση για αύξηση μισθών δημοσίου στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών

Η αύξηση μισθών των κρατικών υπαλλήλων, καθώς και των συντάξεων, που αποφασίστηκε κατόπιν διαβούλευσης συντεχνιών και Υπουργείου Οικονομικών, τέθηκε επί τάπητος ξανά σήμερα την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, με τους Βουλευτές να καταθέτουν τον προβληματισμό τους για διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων η διασύνδεση μισθού και παραγωγικότητας, αλλά και η μισθολογική αναβάθμιση των χαμηλά αμειβόμενων υπαλλήλων.

Υπενθυμίζεται ότι η νομοθεσία που προωθεί το Υπουργείο προβλέπει παραχώρηση γενικής αύξησης ύψους 1,5% στους μισθούς των κρατικών υπαλλήλων και στις συντάξεις των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, καθώς και αντίστοιχης αύξησης στην αντιμισθία των Προέδρων και των μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

Από τη συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί σε επόμενες συνεδριάσεις, δεν έλειψαν και αντιπαραθέσεις, ιδίως έπειτα από τοποθέτηση του Βουλευτή του ΔΗΣΥ, Χάρη Γεωργιάδη, ο οποίος έκανε λόγο για «εκτροχιασμό» της οικονομίας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, λόγω του εργασιακού συστήματος που εφαρμόζεται στην Κύπρο.

Την έντονη αντίδραση των συντεχνιών προκάλεσε η αναφορά αυτή του κ. Γεωργιάδη, με τον Γενικό Γραμματέα της ΟΗΟ-ΣΕΚ, Ανδρέα Ηλία, να επισημαίνει ότι χάριν υποχωρήσεων των εργαζομένων έγινε εφικτή η έξοδος από το μνημόνιο σε διάστημα τριών ετών, ενώ εκ μέρους της ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ ο Νίκος Γρηγορίου σημείωσε ότι οι αιτίες για τον εκτροχιασμό της οικονομίας πρέπει να αναζητηθούν στη μη εποπτεία των τραπεζών και στη μεγάλη έκθεση που είχαν.

Εξάλλου, οι συντεχνίες υπογράμμισαν ότι η αύξηση που προτείνεται από το Υπουργείο Οικονομικών συνιστά συμφωνία με τις οργανώσεις των εργαζομένων και η καταψήφισή της από τη Βουλή θα στείλει μήνυμα αδυναμίας σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διεκδικήσεις, ενώ επισημάνθηκε ότι θα υπάρξει αντίκτυπος και στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι εργαζόμενοι συνάπτουν αντίστοιχες συμφωνίες, μέσω συλλογικών συμβάσεων.

Σε δηλώσεις μετά τη συνεδρίαση, ο Ανδρέας Ηλία της ΟΗΟ-ΣΕΚ είπε ότι το διακύβευμα της συζήτησης στην Επιτροπή ήταν «ο σεβασμός του εργασιακού συστήματος που ισχύει στον τόπο εδώ και δεκαετίες», επισημαίνοντας ότι αυτό το σύστημα βοήθησε να υπάρξει κοινωνική ειρήνη και να βγει ο τόπος από αδιέξοδα.

«Πιστεύω ότι η Βουλή στο σύνολό της θα μπορέσει να στηρίξει ακριβώς αυτήν την κατάκτηση του τόπου, που είναι το εργασιακό σύστημα και η κοινωνική δικαιοσύνη που απορρέει από το ίδιο το σύστημα», ανέφερε.

Αναφορικά με τον ιδιωτικό τομέα, είπε ότι ζητούμενο είναι οι ανανεώσεις συμβάσεων, σημειώνοντας ότι αυτές δεν εφαρμόζονται στο σύνολο των εργαζομένων και προσθέτοντας ότι «η ξεκάθαρη πρόκληση που έχουμε όλοι, και εμείς και το πολιτειακό σύστημα, είναι να μπορέσουμε να αυξήσουμε την εφαρμογή των συμβάσεων σε πάνω από 80%, όπως είναι και η σύσταση και η παρότρυνση μου έρχεται από την ΕΕ».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις τοποθετήσεις από πλευράς ΔΗΣΥ, εξέφρασε την πεποίθηση ότι «θα γίνουν δεύτερες σκέψεις κατά τρόπο που να μπορεί να αποτυπώνεται ξεκάθαρα η βούληση της κοινωνίας, διότι η κοινωνία είναι ξεκάθαρα δομημένη κατά τρόπο που να μπορούν οι τάξεις, ή τα στρώματα καλύτερα, να μην έχουν μεγάλη ανισοσκέλια μεταξύ τους».

Από πλευράς ΣΗΔΗΚΕΚ – ΠΕΟ, ο Νίκος Γρηγορίου σε δηλώσεις μετά τη συνεδρίαση εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Βουλευτών, έπειτα από εξηγήσεις και τεκμηρίωση που δόθηκαν, εξέφρασε τη θέση ότι θα σεβαστεί τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων.

«Δικαιολογείται η μικρή αύξηση η οποία θα δοθεί στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα από τα οικονομικά και, όπως έχουμε εξηγήσει, ανάλογη προσπάθεια γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα και οι επιτεύξεις των τελευταίων χρόνων είναι οι ίδιες ή και πιο σημαντικές ακόμα σε ορισμένους χώρους του ιδιωτικού τομέα», είπε. Έψεξε, δε, τη δήλωση Χάρη Γεωργιάδη, λέγοντας ότι «οι θυσίες των εργαζομένων αλλά και η συνετή πολιτική και υπευθυνότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, είναι που έχουν κρατήσει αυτό το χρονικό διάστημα τον τόπο».

Απαντώντας στο κατά πόσον θα ήταν υπέρ η ΠΕΟ σε μία πρόταση του ΑΚΕΛ για κλιμακωτή αύξηση, είπε ότι η διαπραγμάτευση με το Υπουργείο Οικονομικών διήρκησε δύο και τρία χρόνια, εξετάζοντας κι άλλα αιτήματα όπως η μείωση του 10% στους νεοεισερχόμενους, η παγοποίηση των προσαυξήσεων, η αρχιτεκτονική των κλιμάκων, ιδίως για τις χαμηλότερες κλίμακες. Σημείωσε, δε, ότι είχε τεθεί από την ΠΕΟ και η ιδέα της κλιμακωτής αύξησης, αν και τελικά δεν επιλέχθηκε.

Σε δηλώσεις μετά τη συνεδρίαση, ο Πρόεδρος της συντεχνίας ΙΣΟΤΗΤΑ, Νίκος Λοϊζίδης, σημείωσε ότι οι εργαζόμενοι του ευρύτερου δημοσίου τομέα έδωσαν 2,5 εκ. ευρώ για την οικονομία από το 2011 μέχρι το 2025, αναφέροντας τις περικοπές στην ΑΤΑ, τη μείωση απολαβών, τις αποκοπές επιδομάτων, μισθούς χωρίς προσαυξήσεις για 15 χρόνια και τις παγοποιήσεις για πέντε χρόνια, ενώ σημείωσε ότι η μέγιστη αύξηση που θα προκύψει σε μηνιαία βάση με το νομοσχέδιο του Υπουργείου, φτάνει τα 63 ευρώ.

Αναφορικά με το χάσμα με τις απολαβές εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, ο κ. Λοϊζίδης είπε ότι δε θα πρέπει να είναι δικαιολογία για να μη γίνουν αυξήσεις, αλλά να αποτελέσει η αύξηση αφορμή για να ασκηθούν πιέσεις σε αντίστοιχη κατεύθυνση και στον ιδιωτικό τομέα.

Η Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, σε δηλώσεις της μετά τη συνεδρίαση εξέφρασε ικανοποίηση για το γεγονός ότι η αύξηση έρχεται έπειτα από συμφωνία εκτελεστικής εξουσίας και κοινωνικών εταίρων, μετέφερε όμως προβληματισμό για το γεγονός ότι η αύξηση δε θα ωφελήσει όλους τους εργαζόμενους, αλλά μόνο του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, σημειώνοντας ότι το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κάτι αρνητικό η αύξηση.

Πρόσθεσε ότι οι μισθολογική αύξηση θα πρέπει να συνοδεύεται με αύξηση της παραγωγικότητας της κρατικής μηχανής, για να βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας. «Ζητήσαμε με συνεργασία των κοινωνικών εταίρων, με συνεργασία από τις συντεχνίες, να συζητήσουμε πως θα αυξηθούν οι ρυθμοί ψηφιοποίησης της κρατικής μηχανής, αλλά και η απόδοσή της», είπε.

Απαντώντας σε ερώτηση για το πότε θα προχωρήσει προς ψήφιση το νομοσχέδιο, είπε ότι «η Βουλή έχει διαδικασίες και χρονοδιαγράμματα που καθορίζονται από τον κανονισμό της Βουλής», προσθέτοντας ότι αυτά μπορούν να συντμηθούν με απόφαση της Επιτροπής Οικονομικών. Σημείωσε, όμως, ότι αυτή είναι ακόμα σε φάση διαβούλευσης και ότι μόνο όταν ολοκληρωθεί η διαβούλευση θα μπορεί να προχωρήσει σε επόμενο στάδιο.

Τη θέση του ΔΗΣΥ εναντίον των οριζόντιων αυξήσεων υπογράμμισε ο Βουλευτής του κόμματος, Ονούφριος Κουλλά, σε δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση, λέγοντας ότι ευνοούν περισσότερο τους υψηλόμισθους και αδικούν τους χαμηλόμισθους. «Πιστεύουμε ότι στις παρούσες συνθήκες ακρίβειας και υψηλών επιτοκίων οφείλουμε να έχουμε πιο στοχευμένες πολιτικές», είπε.

Μίλησε για «αναγκαιότητα αναβάθμισης των χαμηλόμισθων υπαλλήλων της Α1 κλίμακας που έμειναν πίσω από την προηγούμενη συμφωνία» και επεσήμανε ότι «το κρατικό μισθολόγιο ήταν €3.2 δις το 2022 και το 2025 μαζί και με άλλες πολιτικές της Κυβέρνησης θα είναι €4.3 δις. Αύξηση €1.100 εκ. σε τρία χρόνια ή σε ποσοστό 35%», ανέφερε.

Σε ερώτηση αν η διαφωνία που εκφράστηκε μεταξύ του ΔΗΣΥ και της ΣΕΚ κατά η συνεδρίαση, έχει πολιτικές προεκτάσεις, ο κ. Κουλλά είπε ότι δεν τίθεται καθόλου τέτοιο ζήτημα και ότι υπάρχει αυτονομία. «Είναι βέβαιο ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους ότι ο ρόλος της Βουλής μπορεί να είναι διακοσμητικός», σημείωσε, ενώ έκανε λόγο για λανθασμένη πολιτική της Κυβέρνησης και μόνο που έκανε τον διάλογο με τις συντεχνίες.

Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Αντρέας Καυκαλιάς, χαρακτήρισε στις δηλώσεις του, σημαντικό το γεγονός ότι το νομοσχέδιο είναι αποτέλεσμα μίας συμφωνίας ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και στην Κυβέρνηση. «Μετρά για μας πολύ αυτό το γεγονός, όπως μετράει επίσης και το γεγονός ότι η Κυβέρνηση απαντά ότι έχει κάνει τους υπολογισμούς της σε σχέση με τις αυξήσεις που θα δοθούν», πρόσθεσε.

Αναφέρθηκε, ακόμα, στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, λέγοντας ότι σήμερα η Κυβέρνηση δεσμεύθηκε να επανέλθει στο αίτημα τους για μισθολογική αναβάθμιση. «Εμείς αναμένουμε ότι στα πλαίσια της συζήτησης του προϋπολογισμού θα πρέπει να δοθεί οριστική λύση για αυτό ζήτημα», είπε.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις δηλώσεις του ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Αλέκος Τρυφωνίδης, στην ανάγκη για βελτίωση της παραγωγικότητας και στην προώθηση αιτημάτων των χαμηλόμισθων.

Είπε ότι η συμφωνία δεν είναι τέλεια, όμως σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τη θέση του Υπουργείου Οικονομικών ότι αυτή η συμφωνία θα μπορεί να συμπαρασύρει και σε αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Πρόσθεσε ότι η ΔΗΠΑ θα αναμένει τους επόμενους μήνες να δει κλιμακωτές αυξήσεις στο θέμα της ΑΤΑ, προς όφελος των χαμηλά αμειβόμενων.

Υπογράμμισε την καθυστέρηση που παρατηρείται, όπως είπε, στην υλοποίηση της δέσμευσης του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης για αποκατάσταση και αναβάθμιση των χαμηλόμισθων του δημόσιου τομέα σε κλίμακες Α1,2,5,7, λέγοντας ότι ακόμα δεν έλαβαν συγκεκριμένη απάντηση με χρονοδιαγράμματα από την εκτελεστική εξουσία.

Όσον αφορά την παραγωγικότητα, είπε ότι «η παραχώρηση των γενικών αυξήσεων πρέπει να συνοδεύεται από αύξηση στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα» και σημείωσε ότι ζήτησε εντός τριμήνου να κατατεθεί λεπτομερές σχέδιο με συγκεκριμένες δράσεις για αύξηση της παραγωγικότητας. Όσον αφορά τη θέση της ΔΗΠΑ απέναντι στο νομοσχέδιο, είπε ότι θα αποφασιστεί σε επικείμενη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος.

Ο Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων, Σταύρος Παπαδούρης, εξέφρασε διαφωνία για όσα έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Υπουργείου και κοινωνικών εταίρων, κάνοντας λόγο για χάσμα μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και για χάσμα μεταξύ χαμηλόμισθων και υψηλόμισθων στον δημόσιο τομέα.

Σημείωσε ότι αναμένει να δει κλιμακωτές αλλαγές, με μεγαλύτερη αύξηση στις κλίμακες Ε και Α1,2,5,7 και μικρότερες στις υψηλότερες κλίμακες. Επεσήμανε ότι το νομοσχέδιο χρειάζεται διόρθωση και πως οτιδήποτε συζητηθεί θα πρέπει να συζητηθεί κάτω από τον άξονα της αξιολόγησης και της παραγωγικότητας της δημόσιας υπηρεσίας.

Είπε ότι για τον σκοπό αυτό έχει ζητήσει από το Υπουργείο Οικονομικών στατιστικά στοιχεία για την παραγωγικότητα των υπηρεσιών, ενώ σημείωσε ότι δίνεται η ευκαιρία να συζητήσουν ξανά οι κοινωνικοί εταίροι και ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει βιασύνη για την ψήφιση του νομοσχεδίου.

Πηγή: ΚΥΠΕ