Η τυραννία του αυτονόητου

Αν συγκέντρωνε κάποιος λήμματα για το Λεξικό του Αυτονόητου της Πολιτικής, θα γελούσαμε πολύ. Φανταστείτε κάτι σαν τα ευφάνταστα και εξόχως ενδιαφέροντα τομίδια που συγγράφει ο Λευτέρης Κουσούλης. Το ακόμη καλύτερο θα ήταν να συνέδεε αυτονόητες ρήσεις και διατυπώσεις με χρονικούς κύκλους της πολιτικής ζωής. Για παράδειγμα, λίγο πριν από τις κάλπες πως «τώρα μιλάει ο λαός». Και πριν από ανασχηματισμούς πως «ο Πρωθυπουργός έχει την πρωτοβουλία». Συχνά όμως, όταν έχουμε σε εξέλιξη εσωκομματικές κάλπες, οι αντίπαλοι λένε σε όλους του τόνους και με μια θεσμική ευπρέπεια» πως «δεν είναι ορθόν να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά των άλλων».

Αν φαγωθεί βουλευτής από τον πρόεδρο της ΚΟ του, τα ΜΜΕ, αν είναι φίλα προσκείμενα στον δεύτερο, κάνουν λόγο για «επίδειξη πυγμής». Αν είναι αντίπαλα του πρόεδρου του κόμματος, μιλάνε για «κύκλο εσωστρέφειας που μόλις ενεργοποιήθηκε».

Πίσω από την τυραννία του αυτονόητου δεν κρύβεται απλώς μια σιγουρατζίδικη λογική που θέλει «στρογγυλέματα» και ασφαλείς θέσεις. Κρύβεται και η απουσία ενός πολιτικού περιεχομένου ή μιας επεξεργασμένης αντίληψης- πρότασης για τα πράγματα. Ο αυτονόητος λόγος δεν είναι πολιτικός λόγος, είναι απωθητική όψη του σημερινού τοπίου. Συχνά οι ίδιοι που διαπρέπουν σε αυτονόητες εκφράσεις ρίχνουν το ανάθεμα σε όσους/-ες έχουν γωνίες στον λόγο τους, ξορκίζοντάς τους ως λαϊκιστές. Κι όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερος λαϊκισμός από τον αυτονόητο λόγο. Είναι ο λαϊκισμός του μέτριου. Κι αν ο πούρος λαϊκισμός χαϊδεύει με απλές απαντήσεις τα περίπλοκα ερωτήματα, ο λαϊκισμός του αυτονόητου χαϊδεύει τις μέσες συμπεριφορές. Η πολιτική σήμερα δεν έχει απλώς πρόβλημα περιεχομένου. Εχει πρόβλημα γλώσσας και λόγου. Η ρητορική συχνά κινείται μεταξύ μιας λογικής «αρωγή και ευδοκίμηση» ή συνδικαλισμούς πρώτου έτους πανεπιστημίων. Οι τόνοι σοβαροφάνειας θάβουν κάθε ενδιαφέρουσα πτυχή θέσης. Οι πολιτικοί προσέρχονται στον στίβο με εφόδια και διατηρούνται ως συντηρητικά τζουκ μποξ που φοβούνται τα ΜΜΕ, τα εκλογικά τους ακροατήρια, την περίφημη κοινή γνώμη, τα σόσιαλ μίντια.

«Το τοπίο είναι ρευστό» αναφωνούν (τι μας λες;). «Η Ελλάδα πρέπει να προβεί σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» συμπληρώνουν με ύφος Τσόρτσιλ. Και η κοινοτοπία έχει και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: συχνά επιβεβαιώνει τις συγκλίσεις, την ομογενοποίηση των χώρων, τη μη διακριτότητα στις θέσεις και απόψεις. Ενισχύει ο λόγος αυτός μια επικίνδυνη άποψη πως όλοι είναι ίδιοι, άποψη που συχνά λένε οι ακροδεξιοί, που βέβαια δεν εντάσσουν τα δικά τους σχήματα – όλος τυχαίως  – στην ομοιογένεια αυτή. Δεν υπάρχει περίπτωση πολιτικός που είναι συγχρονισμένος με την εποχή του και τις κάθε φορά ανάγκες της να είναι και φορέας του αυτονόητου. Πίσω από τις κοινοτοπίες κρύβεται και μια αδυναμία συνομιλίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτονόητο.