Στο μεγάλο εθνικό θέμα των οφειλόμενων πολεμικών επανορθώσεων, το τοπίο, τόσο από πλευράς πολιτικής όσο και από πλευράς δικαιϊκής, γίνεται όλα και πιο ξεκάθαρο, με την πάροδο του χρόνου. Η πραγματική συζήτηση άνοιξε, μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990, αφού, μέχρι τότε η διεθνής κοινότητα είχε αναγνωρίσει στη δημοκρατική Γερμανία ένα δικαίωμα αναστολής, το οποίο θα ίσχυε μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης που έμενε σε εκκρεμότητα. Παρά το ότι η ενωμένη Γερμανία δυσκολεύτηκε να το παραδεχθεί και αρνήθηκε να το αναγνωρίσει πανηγυρικά, η Συνθήκη που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 1990 ήταν η αναμενόμενη για 41 χρόνια Συνθήκη Ειρήνης.
Στην Ελλάδα χρειάστηκαν μερικά χρονιά για να ωριμάσει η πεποίθηση – τόσο σε επίπεδο κοινωνίας, όσο και σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού – ότι πράγματι μπορούσαμε να θέσουμε θέμα και ότι η χώρα μας έχει ενεργό δικαίωμα το οποίο οφείλει να προβάλλει και να υπενθυμίζει μετ’ επιτάσεως στην Ομοσπονδακή Δημοκραστία της Γερμανίας.
Η μοναχική πορεία των Διστομιτών στον δρόμο της δικαστικής διεκδίκησης των ατομικών αποζημιώσεων και οι ιστορικές δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επ’ αφορμή αυτής της υπόθεσης, εντός και εκτός Ελλάδος, συνέβαλαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τώρα πια, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να ακούμε όλους τους πολιτειακούς παράγοντες να θέτουν το θέμα, κάθε φορά που συναντούν γερμανό ομόλογό τους και οι χθεσινές δηλώσεις τόσο της Προέδρου όσο και του Πρωθυπουργού, κινήθηκαν μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο.
Προφανώς, είμαστε ακόμη μακριά από την έναρξη διμερών και ειλικρινών διαπραγματεύσεων επί του θέματος, αφού η Γερμανία, αν και κάπως αμβλυμένη, διατηρεί μια αυστηρά αρνητική στάση και αρνείται να περάσει από την «απλή συγγνώμη» στην οφειλόμενη «έμπρακτη συγγνώμη».
Η Χριστίνα Ι. Σταμούλη είναι δικηγόρος – διαχειρίστρια του Αρχείου Ιωάννη Ε. Σταμούλη