Οταν το ποδόσφαιρο γίνεται πολιτικοοικονομικό εργαλείο

Ποδοσφαίρου το ανάγνωσµα και από τα πρώιμά του χρόνια διάβαζες τη λαοφιλία του. Και πρώτοι που το πήραν χαμπάρι οι δικτάτορες. Ανυπόμονα ο Χίτλερ περίμενε το άνσλους με την Αυστρία για να καταπιεί τη Βούντερ Τιμ (Ομάδα Θαύμα). Το κατάφερε αλλά τον απογοήτευσε το αποτέλεσμα. Μια από τα ίδια ο συνέταιρός του ο Μουσουλίνι, διάβασε προσεκτικά το κεφάλαιο ποδόσφαιρο και ανακάλυψε όλες τις παραμέτρους του. Και εκτός της λαοφιλίας, ιδιαίτερα την οικονομική, η οποία τον γοήτευσε.

Σε µηδέν χρόνο το ανήγαγε από άθλημα σε επάγγελμα. «Δεν μπορείς να ζητάς αν δεν δίδεις» έλεγε στον υπουργό του τον Μποτέλι. «Και βεβαίως, ό,τι δίνεις παίρνεις…». Και στο ιταλικό πόπολο δώρισε γήπεδα, στάδια, έκανε το άθλημα εθνική υπόθεση και τον ιταλό ποδοσφαιριστή μεγιστάνα οικονομικό. Βιομηχανία γαλακτοκομικών ο Λοκατσέλι, εργοστάσιο αθλητικών προϊόντων ο Σκιάβιο. Πάνω απ’ όλα υπήρξε ο προπάτορας ιταλοποιήσεως ξένων ποδοσφαιριστών. Δύο Αργεντινοί στην Εθνική Ιταλίας το 1934: ο Ορσι και ο Γκουάιτα. Ας το δούμε όμως το θέμα από κοντά.

Είναι γνωστό ότι το ιταλικό ποδόσφαιρο μαγνητίζει τους ποδοσφαιριστές της Νότιας Αμερικής. Ηδη από τη μακρινή εποχή του Μουσολίνι, η Ιταλία ήταν η Μέκκα των ποδοσφαιριστών. Σε κανένα μέρος του κόσμου δεν αμείβονταν τόσο καλά. Οι ποδοσφαιριστές απειλούσαν «φεύγω για την Ιταλία» κι εκείνο το άμπρα-κατάμπρα έκανε τα πουγκιά v’ ανοίξουν. Μερικοί έφευγαν στ’ αλήθεια: τα πλοία μετέφεραν ποδοσφαιριστές από το Μπουένος Αϊρες, το Μοντεβιδέο, το Σάο Πάολο και το Ρίο ντε Ζανέιρο. Αν δεν είχαν γονείς ή παππούδες Ιταλούς, υπήρχαν κάποιοι στη Ρώμη που τους επινοούσαν στη στιγμή και κατόπιν παραγγελίας, ώστε να πάρουν γρήγορα την υπηκοότητα.

Η φυγή των παικτών ήταν μια από τις αιτίες που γεννήθηκε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Το 1931 καθιερώθηκε o επαγγελματισμός στο ποδόσφαιρο της Αργεντινής και τον επόμενο χρόνο της Ουρουγουάης. Στη Βραζιλία το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό το 1934. Τότε νομιμοποιήθηκαν οι αμοιβές που πρωτύτερα δίνονταν κάτω από το τραπέζι και o παίκτης έγινε εργάτης. Το συμβόλαιο τον έδενε με πλήρη απασχόληση και εφ’ όρου ζωής, και δεν μπορούσε να αλλάξει τόπο εργασίας αν δεν τον πουλούσε η ομάδα του. Ο παίκτης παραχωρούσε τη δυναμικότητά του, με αντάλλαγμα ένα μισθό, ακριβώς όπως ο εργάτης της βιομηχανίας, και παρέμενε δέσμιος, όπως ο δουλοπάροικος.

Ωστόσο, τα πρώτα εκείνα χρόνια τo επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν ήταν τόσο απαιτητικό. Οι ώρες της υποχρεωτικής προπόνησης ήταν δύο την εβδομάδα. Στην Αργεντινή, όποιος απουσίαζε χωρίς βεβαίωση γιατρού πλήρωνε πρόστιμο πέντε πέσος. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 ο Τζόνι Βαϊσμίλερ έβγαζε την πρώτη του κραυγή ως Ταρζάν, το πρώτο αποσμητικό έκανε την εμφάνισή του στην αγορά, η αστυνομία της Λουιζιάνας γάζωνε με σφαίρες τους Μπόνι και Κλάιντ. Η Βολιβία και η Παραγουάη, οι δυο φτωχότερες χώρες της Νότιας Αμερικής, αιματοκυλίζονταν, διεκδικώντας το πετρέλαιο της περιοχής Τσάκο για λογαριασμό της Standard Oil και της Shell.

Ο Σαντίνο, που είχε νικήσει τους αμερικανούς πεζοναύτες στη Νικαράγουα, έπεφτε δολοφονημένος σε ενέδρα, και ο Σομόσα, ο δολοφόνος, ξεκινούσε τη δική του δυναστεία. Ο Μάο άρχιζε τη μεγάλη πορεία της επανάστασης στην κινεζική ύπαιθρο. Στη Γερμανία o Χίτλερ ανακηρυσσόταν Φύρερ του Τρίτου Ράιχ και νομοθετούσε για την προστασία της Αριας Φυλής, υποχρεώνοντας σε στείρωση τα άτομα με κληρονομικές ασθένειες και τους εγκληματίες, ενώ ο Μουσολίνι εγκαινίαζε στην Ιταλία το 2ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Οι αφίσες έδειχναν έναν Ηρακλή με μια μπάλα στα πόδια του, να χαιρετά φασιστικά.

Το Παγκόσµιο Κύπελλο του 1934 ήταν για τον Ντούτσε μια μεγάλη προπαγανδιστική εκστρατεία. Ο Μουσολίνι παρακολούθησε όλους τους αγώνες από τις θέσεις των επισήμων, με το βλέμμα στραμμένο στις κερκίδες, τις γεμάτες μελανοχίτωνες, και οι ποδοσφαιριστές τού αφιέρωσαν τις νίκες τους με φασιστικό χαιρετισμό. Ομως ο δρόμος για τον τίτλο δεν ήταν εύκολος. Ο αγώνας μεταξύ Ιταλίας και Ισπανίας ήταν ο εξαντλητικότερος όλων των εποχών: κράτησε 210 λεπτά και τελείωσε την επομένη, αφού πολλοί παίκτες είχαν τεθεί εκτός μάχης, είτε από τραύματα πολέμου είτε από εξάντληση. Κέρδισε η Ιταλία, χωρίς τους τέσσερις από τους βασικούς της παίκτες. Η Ισπανία τελείωσε το παιχνίδι χωρίς εφτά βασικούς της. Ανάμεσα στους παίκτες εκτός μάχης βρίσκονταν οι καλύτεροι: o επιθετικός Λάνγκαρα και o τερματοφύλακας Θαμόρα, εκείνος που υπνώτιζε τους αντιπάλους στη μικρή περιοχή.

Στον τελικό, που έγινε στο στάδιο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, η Ιταλία αντιμετώπισε την Τσεχοσλοβακία. Κέρδισε στην παράταση με 2-1. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν δυο Αργεντινοί, που πρόσφατα είχαν πάρει την ιταλική υπηκοότητα: ο Ορσι πέτυχε το πρώτο γκολ ντριπλάροντας τον τερματοφύλακα, και o Γκουάιτα, o άλλος Αργεντινός, έδωσε την πάσα στον Σκιάβιο για το γκολ που θα χάριζε στην Ιταλία το πρώτο της Παγκόσμιο Κύπελλο.

Στο Παγκόσµιο Κύπελλο του 1934 συμμετείχαν δεκαέξι χώρες: δώδεκα ευρωπαϊκές, τρεις αμερικανικές και η Αίγυπτος, μοναχική εκπρόσωπος του υπόλοιπου κόσμου. Η κυπελλούχος Ουρουγουάη αρνήθηκε να ταξιδέψει, γιατί η Ιταλία δεν είχε συμμετάσχει στο πρώτο Κύπελλο, στο Μοντεβιδέο. Πίσω από την Ιταλία και την Τσεχοσλοβακία, την τρίτη και τέταρτη θέση κέρδισαν η Γερμανία και η Αυστρία. Πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε o Τσεχοσλοβάκος Νετζέντλι με πέντε γκολ, ακολουθούμενος από τον Γερμανό Κόνεν και τον Ιταλό Σκιάβιο, με τέσσερα γκολ.