Ο Μπιλ Κλίντον, εκτός από πρόεδρος, έπαιζε, ευκαιρίας δοθείσης, και καλό σαξόφωνο. Αυτό ουδόλως ενοχλούσε τους Αμερικάνους, όπως δεν τους ενοχλεί (απεναντίας) το ότι είναι παράδοση στις ΗΠΑ ο εκάστοτε πρόεδρος να κάνει συχνότατα χιούμορ, να είναι σαρκαστικά απομυθοποιητικός στις επίσημες ομιλίες του. Σκέψου όμως τι θα γινότανε εν Ελλάδι, αν για παράδειγμα ο Κώστας Σημίτης, ή ο Μητσοτάκης έπαιζαν δημοσία μπουζούκι. Ορυμαγδός. Μπορεί, δηλαδή, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ να είναι χαλαρός και να καλλιεργεί παράλληλα την Τέχνη, αλλά όχι ένας πρωθυπουργός της (συγκριτικά) Ψωροκώσταινας. Διότι εμείς είμαστε σοβαροί, ατσαλάκωτοι, και οι πολιτικοί αρχηγοί, αν κάνουνε χιούμορ, ή παίζουν μουσική παρεξηγιούνται από τους σοβαροφανείς. Οπότε προτιμούν τον σίγουρο, ξύλινο λόγο (από βρασμένη οξιά).
Παρότι, όποτε έλληνας πολιτικός αρχηγός έκανε μια ελαφρώς ειρωνική ή παιγνιώδη παρατήρηση, κέρδισε πόντους – ας πούμε ο Κουτσούμπας, ο Ανδρουλάκης, ή ο Μητσοτάκης που τολμάει να είναι κάπως πιο τολμηρός και στο TikTok αλλά και σε ομιλίες του στη Βουλή. Οι περισσότεροι πολιτικοί όμως δεν τολμούν, ειδικά τώρα με την καλλιέργεια της ορθοέπειας και των κορεκτατζήδων που δεν αφήνουνε τίποτε ελευθέριο να ειπωθεί, τίποτε στη βάση της σάτιρας και του χιούμορ, τίποτε που να σαρκάζει τα νεόκοπα, τρέχοντα ιδεολογήματα τα οποία πασκίζουν να επιβάλλουν ως θέσφατα. Αλλά η σάτιρα και η ειρωνική όραση είναι προαιώνια κατάκτηση και παντί λόγω λόγος παλαίει (σε κάθε λόγο υπάρχει αντίλογος), που έλεγαν και οι νατουραλισταί.
Ομως, κάθε φορά που προκύπτει κάπου λίγη σάτιρα, σπεύδουν διάφοροι να μιλήσουν για τα «όρια». Αλλά ποιος βάζει τα όρια; Υπάρχει θεόθεν φιρμάνι; Οχι. Ο καθείς βάζει τα όρια όπου κρίνει, ο ένας εδώ, ο άλλος παρακάτω και πάει λέγοντας – διότι δεν υπάρχει κοινώς παραδεκτό σατιρόμετρο (η Τέχνη είναι από τη φύση της ατάσθαλη και δεν μπορεί να προσμετρηθεί αντικειμενικά, όπως το άλμα επί κοντώ, με μία ράβδο που θα πέσει ή δεν θα πέσει) και όλα είναι θέμα πρόσληψης και στιγμής. Δηλαδή κατά βάση είναι αισθητικό θέμα και στην αισθητική ισχύει το περί ορέξεως σπανακοτυρόπιτα. Σου αρέσει ή όχι. Οπότε το ερώτημα είναι μεν η σάτιρα (η συζήτηση περί ποιότητας που είναι αυθαίρετη), αλλά και πόσον ο ακροατής ή ο θεατής την προσλαμβάνει έτσι ή αλλιώς, οπότε το ζήτημα πάει αλλού, κι όχι στη σάτιρα καθεαυτή. Οπως τώρα με το ουροβόρο ΠΑΣΟΚ, όπου θα ξαναβγεί πιθανότατα ο Ανδρουλάκης, ο οποίος εντέλει, ύστερα από μια θορυβώδη τρύπα στο νερό, ίσως ξανα-αποδειχθεί η πιο θεμιτή λύση.
Οι πιο λαμπρές εκδοχές ανανέωσης, κατά κοινή παραδοχή, ήταν η Διαμαντοπούλου και ο Γερουλάνος, οι οποίοι δεν ψηφίστηκαν τελικά (παρότι οι εκλογές έγιναν για την ανανέωση), γεγονός που από μόνο του παράγει σάτιρα, αλλά που, αν τη μεταπλάσεις σε λόγο, τότε γίνεσαι εσύ ο φταίχτης. Ωστόσο τα πάντα μπορούν να ιδωθούν με ειρωνική ματιά, ακόμα και τώρα που το σκυθρωπό κορέκτ μάς απειλεί καθημερινώς με στιγματισμό. Τα πάντα. Διότι από πού προκύπτει πως μπορείς να σατιρίσεις ανελέητα ένα άνδρα «μάτσο», αλλά όχι έναν ομοφυλόφιλο; Από πού προκύπτει και από ποιο εγχειρίδιο, ότι το να σατιρίσεις έναν πολιτικό άνδρα είναι νόμιμο, ενώ το να σατιρίσεις μια γυναίκα πολιτικό είναι σεξισμός; Υπάρχουν, πλέον, γένη και θέματα που δεν αγγίζουμε, υπάρχουν διπλά μέτρα και σταθμά κατά περίπτωση, κάποιοι είναι στο απυρόβλητο και τότε για ποια ισότητα μιλάμε; Οχι, μεγάλε. Στη σάτιρα υπάρχει συμπερίληψη και κανείς μας δεν γλιτώνει, ευτυχώς. Και μακάρι να μας σατιρίζει κάποιος κι εμάς, ώστε να σκάει και λίγο το χειλάκι μας. (Να μας συμπεριλάβει).
Εκτός αν η συμπερίληψη είναι κι αυτή επιλεκτική, που είναι πάντα, έτσι κι αλλιώς, έχει όρια – άρα δεν μπορεί να υπάρξει με την απόλυτη έννοια, επομένως δεν υφίσταται. Διεύρυνση, ναι. Διότι εκεί είναι το πρόβλημα. Στο ότι πάντα κάποιος θέτει όρια, τα οποία ο άλλος αίρει, πάντα ο ένας λέει κάτι κι ο άλλος καταλαβαίνει κάτι άλλο – λες, ας πούμε, ανανέωση και ο άλλος καταλαβαίνει Δούκας, λες αριστερά κι ο άλλος καταλαβαίνει Κασσελάκης, λες πορτοκάλι κι ο άλλος καταλαβαίνει ποδήλατο. Και μετά μας ενοχλεί η σάτιρα. Μετά κάποιους τους φταίει κι ο Σεφερλής – αν σε ζορίζει δεν τον βλέπεις, ή, κάνε κι εσύ μια σάτιρα για τον Σεφερλή καλύτερη, ποιοτικότερη, αν μπορείς να την κάνεις. (Ποιος βάζει τα κριτήρια; Και ποια είναι αυτά;). Διότι και η μπαλαφάρα, και το χοντρό αστείο, και το λαϊκό καλαμπούρι είναι μέσα στο παίγνιο, ήταν πάντα, και ποτέ η σάτιρα δεν μπορεί να είναι το ίδιο υψηλή, ή επιτυχημένη – ακόμα και ο Ουάιλντ είχε τις διακυμάνσεις του κι εξαρτάται και ποιος τον κρίνει, ή τι καταλαβαίνει. (Είναι κι αυτό ένα θέμα).
Είμαστε σοβαροφανείς και ελάχιστα ανεκτικοί, ως λαός; Σίγουρα. Διότι σκέψου τον Σημίτη να τζαμάρει με μπουζούκι, ή τον Καραμανλή να παίζει σαξόφωνο, όπως ο Κλίντον, ή γκάιντα. Τι θα γινότανε; Σκέψου και τον Δούκα – εκείνο που έλεγε μια γιαγιά: «Αχ, παιδάκι μ’, δεν μας φτάνει η φτώχεια μας, θέλουμε και κομμουνισμό».