Παρουσίαση του βιβλίου του Καθηγητή Τάμη για τον Nick Thyssen, τον «μεγάλο καινοτόμο της Διασποράς»

Το βιβλίο με τίτλο “Nick Thyssen: The Story of a Great Innovator to Remember”, του Καθηγητή Αναστάσιου Μ. Τάμη, το οποίο αφηγείται τη ζωή και τα επιτεύγματα ενός από τους πιο καινοτόμους Έλληνες της Διασποράς, θα παρουσιαστεί στην αίθουσα Ballroom του LOGO Building του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης, την Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου 2024, στις 6.30 μ.μ. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο καταξιωμένος τηλεοπτικός παρουσιαστής και δημοσιογράφος, John Mangos, ενώ για το βιβλίο θα μιλήσει ο φιλέλληνας και πρώην Πρωθυπουργός, κ. Jeff Kennett, AC. Η πρωτοβουλία αυτή υποστηρίζεται από την Εταιρεία Procal Dairies, το AIMS και τον Παναρκαδικό Σύλλογο Μελβούρνης και Βικτωρίας.

Η εξιστόρηση της βιογραφίας του Νικολάου Θεοδοσιάδη [Nick Thyssen], δεν έχει σκοπό απλά να αναδείξει την εμπειρία που σχημάτισε στη διάρκεια της ζήσης του, σκιαγραφώντας ειδικές πτυχές της ζωής του. Στο βιβλίο αυτό που αναδεικνύει τη ζωή και συμβολή ενός από τους πλέον καινοτόμους επιχειρηματίες της Αυστραλία και όχι μόνον, εξιστορείται η προσωπικότητα, το ταλέντο, η ιδιοφυία, η χαρισματική εφευρετικότητα και η προσφορά του Nick Thyssen στην ιστορία και εξέλιξη της παγκόσμιας βιομηχανίας τροφίμων.

Η ιστορική βιογραφία του αναλύεται και κινείται παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα και τις ιστορικο-πολιτικές καταστάσεις που σημάδεψαν την Ελλάδα και την Αυστραλία, ως χώρα καταγωγής και ως χώρα υποδοχής, καθώς και με την εξέλιξη της κυρίαρχης κοινωνίας, αλλά και του Ελληνισμού.

Οπωσδήποτε όλοι οι μετανάστες που αναζήτησαν προστασία στην ξενιτειά, ξεριζωμένοι από τα συγγενικά τους πρόσωπα, λίγο ή πολύ έχουν γράψει τη δική τους ιστορία με επιτεύγματα και δοκιμασίες, η οποία αξίζει κάποτε να διατηρηθεί από τους επιγόνους τους. Στην περίπτωση του Nick Thyssen έχουμε μία από τις πλέον εφευρετικές φυσιογνωμίες της Ελληνικής Διασποράς, μία μορφή ενός γνήσια ιδιοφυούς επιχειρηματία με πρωτοποριακές ιδέες και καινοτόμες αντιλήψεις που άλλαξαν άρδην και εκ βάθους συγκεκριμένες πτυχές της παγκόσμιας βιομηχανίας τροφίμων.

Όλα τα αδέλφια του Νικ με τους συζύγους τους παρευρίσκονται στο γάμο της Παναγιώτας και του Κωνσταντίνου Καμπύλη στη Μελβούρνη (1964). Ο Νικ στέκεται με τη σύζυγό του, Maureen, κρατώντας από το χέρι το πρωτότοκο παιδί του, Laney. φωτογραφία: Supplied

Ένα αγροτόπαιδο από τα Βαλιμίτικα, Αιγιαλείας με είκοσι λίρες χαρτζιλίκι από τον αδελφό του, έχοντας δίπλα του τη γυναίκα του, Maureen, προκάλεσε παγκόσμια επανάσταση στην παραγωγή στον τομέα των φυσικών χυμών, νωπών φρουτοσαλατών και σουπών, όταν μέχρι τότε η παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων στηρίζονταν σε μαγειρεμένες κομπόστες φρούτων και τσίγκινες κονσέρβες με συμπυκνωμένη και αποξεραμένη σκόνη χυμών με άφθονα συντηρητικά.

Παρά την αφθονία εκδόσεων που αναφέρονται σε άτομα αγγλο-κελτικής ή μη προέλευσης στην Αυστραλία, υπάρχουν εκατοντάδες προσωπικότητες με τεράστια προσφορά που παραμένουν άγνωστα ή τελούν υπό αμφισβήτηση.

Υπάρχουν επίσης πολλοί Αυστραλοί μη αγγλοκελτικής καταγωγής των οποίων η σημαντικότατη προσφορά δυστυχώς δεν θα αναδειχθεί ποτέ. Στη δημογραφικά ισχυρότατη ελληνο-αυστραλιανή παροικία των 500.000 και πλέον Ελλήνων, με τους αναρίθμητους εθνικο-εκκλησιατικούς και κοινωνικο-οικονομικούς φορείς, με τους 1200 και πλέον κοινοτικούς οργανισμούς που καλύπτουν τις αθλητικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές ανάγκες τους, υπάρχουν πολλοί Έλληνες που διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο, ωστόσο τα ονόματα και η συμβολή τους δεν έχει καταγραφεί. Τα πολυσχιδή επιτεύγματα, οι θρίαμβοι, τα δεινά και τραγωδίες που σημάδευσαν τη ζωή τους δεν θα δημοσιοποιηθούν ίσως ποτέ. Πολλοί από τους μετανάστες αυτούς δεν μπόρεσαν ούτε να γράψουν στους δικούς τους στην Ελλάδα ή στην Κύπρο με αποτέλεσμα η τύχη τους να αποτελεί αντικείμενο αόριστης εικασίας. Πολλοί Έλληνες διέπρεψαν ως ειδικευμένοι χειρώνακτες, επιτυχημένοι έμποροι και επιχειρηματίες, συνεπείς βιομήχανοι ή σημαντικοί επιστήμονες.

Το σημαντικότερο με τη δράση και θριαμβευτική εξέλιξη του Nick Thyssen είναι ότι αυτός επιχειρηματίας δεν μεγαλούργησε αντιγράφοντας άλλους, δεν οδηγήθηκε στον θρίαμβο της επιτυχίας, έχοντας μιμηθεί την επιτυχία άλλων. Το κυριότερο δεν βάδισε ποτέ πάνω σε χνάρια και μονοπάτια που άλλοι σκέφτηκαν ή άλλοι επιχείρησαν πρώτοι και πέτυχαν. Ο Nick Thyssen είναι ο μοναδικός, ο μόνος, ο ένας, ο καινοτόμος, ο εφευρετικός, ο άνθρωπος που σκέφτηκε, ενορχήστρωσε και υλοποίησε δικές του ιδέες, δικά του μηχανήματα, δικές του επινοήσεις και έφτασε στην επιτυχία με αγώνες, πολλές φορές και με μεγάλες χρηματικές απώλειες.

Για τον Nick Thyssen δεν ισχύει το «άλλοι σε βοήθησαν», «κληρονόμησε τους γονείς του», «τα βρήκε από τον θείο του», το «έκανες κι εσύ ότι έκανε και ο Θανάσης και ο Κώστας». Δεν υπήρξε αντιγραφή με τον Nick Thyssen.

Ο Nick Thyssen με τους φίλους του στη Μελβούρνη το 1954. Φωτογραφία: Supplied

Το επόμενο εντυπωσιακό με τον Nick Thyssen είναι ότι το χρήμα, το κέρδος δεν υπήρξαν γι αυτόν αυτοσκοπός, δηλαδή δεν εργάσθηκε απλά για να κερδίσει. Εργάσθηκε για την επιτυχία των ιδεών του, μόχθησε για να γευτεί τη χαρά ότι αποτόλμησε το καινούριο, και πέτυχε. Ο ίδιος του πολλές φορές ομολογούσε ότι έχασε και πολλά χρήματα με τις τολμηρές και καινοτόμες ιδέες του, με τους αυτοσχεδιασμούς του. Το σπουδαίο είναι ότι ο Nick Thyssen ποτέ δεν ένιωσε λύπη για τα χρήματα που έχασε. Όμως λυπήθηκε και πόνεσε διότι δεν πέτυχε ο σκοπός του. Γι’ αυτό και πάντα συμβούλευε: «μη σταματήσεις, μη δειλιάσεις, όταν χάσεις. Πρέπει να ξανατολμήσεις, να ξανασηκωθείς, να νιώθεις δυνατός κι όταν χάνεις».

Ο Nick Thyssen θα μείνει στην ιστορία της αυστραλιανής βιομηχανίας χυμών και τροφίμων διότι ίδρυσε, οργάνωσε, ανέπτυξε και διέδωσε τόσο στην Αυστραλία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, για πρώτη φορά, τη βιομηχανοποίηση του φυσικού χυμού των εσπεριδοειδών. Επίσης ήταν ο άνθρωπος που επινόησε και εμπλούτισε τις αγορές με φρέσκια φρουτοσαλάτα και ποικιλίες σούπας σε ειδικά χάρτινα κουτιά που διασφάλιζαν μακροβιότητα. Τα προϊόντα των εταιρειών που δημιούργησε από την περίφημη και ιστορική Patra Orange Juice, Original Juice Company, Ready Cut Company, Easy Cheff, Procal κι άλλες τουλάχιστον είκοσι εταιρείες μέσα από τις οποίες επιχείρησε το καινοτομικό του πρόγραμμα, χθες και σήμερα βρίσκονται στις προθήκες των υπεραγορών, καλύπτουν τις ανάγκες νοσοκομείων, στρατού αθλητικών υποδομών. Η τεράστια αλλά αφανής προσφορά του Nick Thyssenείναι ότι με τις καινοτόμες ιδέες του βελτίωσε τη καθημερινότητα του πολίτη, έδωσε την ευκαιρία σε χιλιάδες πολίτες καθημερινά να απολαμβάνουν σε ένα διάλλειμα της εργασίας ένα φυσικό χυμό κι όχι κονσέρβα, συζητώντας με τους συναδέλφους τους, ή να απολαμβάνουν μία φρέσκη φρουτοσαλάτα για το μεσημεριανό τους, ή να καταφεύγουν σε μια σούπα για το βραδινό τους, όχι κονσέρβα σούπα, αλλά φρεσκομαγειρευμένη σούπα στα νοσοκομεία και στους στρατώνες και βέβαια μέσα στα νοικοκυριά τους. Όσα απλά κι αν φαίνονται αυτά, σε τέτοιες απλές κινήσεις στρέφεται και στηρίζεται η καθημερινότητά μας.

ΚΙ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Το βιβλίο που αναφέρεται στην ιστορία του Nick Thyssen, το οποίο θα παρουσιαστεί σε ένα μήνα, δεν έχει ως αποκλειστικό περιεχόμενό του να αναδείξει τις επιτυχίες και τα επιτεύγματά του. Στοχεύει να αναφερθεί στην καταγωγή του, στον ματωμένο τόπο των γονέων και προγόνων του, να μνημονεύσει τις θυσίες των δικών του και τις δικές του, πριν ανακαλύψει την Αυστραλία. Ακολουθεί ένα μικρό παράδειγμα, παρακάτω, όπου περιγράφονται τα πέτρινα χρόνια του πολέμου, καθώς και του εμφυλίου, πριν πάρει το δρόμο του μισεμού το 1951 στη τρυφερή ηλικία των 16 χρόνων του:

Η αμπελουργία και η σταφιδοπαραγωγή υπήρξαν από τα Ομηρικά χρόνια ο «μαύρος χρυσός» για την Ελλάδα γενικότερα και ειδικότερα για την παραθαλάσσια βόρεια Πελοπόννησο από την Κόρινθο μέχρι το Αίγιο. Ιδιαίτερα στην περίοδο 1850-1950 εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα απλώνονταν εκατέρωθεν της δημοσιάς που οδηγούσε από την Κόρινθο στο Αίγιο. Στα Βαλιμίτικα λειτουργούσαν τα καλοκαίρια δεκάδες αντιπροσωπείες εμπόρων καθώς και μεσίτες σταφιδοπαραγωγών μαύρης σταφίδας και στα τέσσερα πέντε εντυπωσιακά εργοστάσια-αποθήκες εκατοντάδες εργάτες εύρισκαν εργασία και συντηρούσαν τα σπιτικά τους. Οι εργάτες μάζευαν τα σταφύλια. Τα αποθήκευαν, στη συνέχεια, τα επεξεργάζονταν και τα έστελναν στο εξωτερικό, κυρίως κεντρική Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία ακόμη μέχρι το 1910. Συνέρρεαν τότε πολλοί μετανάστες από την Αρκαδία, το Άργος και την εσωτερική Αχαΐα για να εργαστούν στα αμπέλια και στον τρύγο των σταφυλιών. Οι εργάτες στα Βαλιμίτικα, ντόπιοι και μετανάστες, αμέσως μετά τον τρύγο στους αμπελώνες, αναλάμβαναν τον τρύγο των πορτοκαλιών και λεμονιών, τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του φθινοπώρου, πριν μπει ο χειμώνας. Στα αμπέλια αυτά και στα εργοστάσια επεξεργασίας σταφίδας δούλευαν και οι πρόγονοι του Νίκου Θεοδοσιάδη. Ο προπάππος Δημητρέλλος και Μαρία κι αργότερα ο παππούς του Κωνσταντίνος και η γιαγιά του Ευανθία, ακόμη και η μητέρα του και ο ίδιος ο Νίκος Thyssen, μέχρι και τις παραμονές της εξόδου του στην Αυστραλία το 1951. Οι εμπειρίες του από τα χρόνια που ακολουθούσε τη μάνα του στον κάματο των αγρών, είναι αποκαλυπτικές:

Οι γονείς του Nick Thyssen, Γεώργιος και Ελένη Θεοδοσιάδη (1949). Φωτογραφία: Supplied

“Ήμουν δεν θα ‘μουν πέντε χρονών, όταν άρχισα να εργάζομαι στους αγρούς, δίπλα στη μητέρα μου. Μαζεύαμε τη σταφίδα σε κοφίνια, σαν την κλώσα με τα κλωσόπουλα. Βουτούσαμε τα σταφύλια στην αλισίβα (βρασμένο σταχτόνερο) για να συρρικνωθούν οι ρόγες και να αποκοπούν από τα τσαμπιά τους και τα απλώναμε στο αλώνι του αμπελώνα μας, να ξεραθούν κάτω από τον ήλιο. Η Κορινθιακή σταφίδα ήταν παγκόσμια δημοφιλής. Τις σταφίδες μας τις πουλούσε η μάνα μας σε εμπόρους της περιοχής, που είχαν τις αποθήκες τους στο χωριό. Εκεί ακολουθούσε η συσκευασία της σε ξύλινα καφάσια, με προσοχή και επιμέλεια, πριν μεταφερθούν στα τρένα για τη Γερμανία. Μετά ήρθε η κρίση της σταφίδας. Βάλαμε αμπελώνες για σταφύλια τραπεζιού. Είχαμε και τον μεγάλο λαχανόκηπο μπροστά στο σπίτι μας, τον οποίο προστάτευε ένας συρματένιος φράκτης στηριγμένος σε κλωνάρια ελιάς. Ακολουθούσαν στο σπιτικό περιβόλι μας οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές. Η μάνα μου κι εγώ φυτεύσαμε 37 λεμονόδενδρα. Είχαμε μηλιές κι αχλαδιές. Τα Σάββατα πηγαίναμε με τη μάνα μου στη λαϊκή, στο Αίγιο και πουλούσαμε φρούτα και τα λαχανικά μας, φασολάκια, αγκινάρες, παντζάρια. Το παζάρι, ήταν η πρώτη μου εμπορική εμπειρία.

Τον Νοέμβριο του 1940 μαζεύαμε τις ελιές μας, με τη μάνα μου, όταν πέρασε από το αλώνι και ο συγχωρεμένος θείος μου ο Χαράλαμπος, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα μου. Είχαμε οκτώ ρίζες. Τινάζαμε τα κλαδιά κι έπεφτε ο καρπός στις κουβέρτες. Ήταν λιακάδα, και πλησίαζε μεσημέρι. Ξαφνικά, η ησυχία διακόπηκε από βροντές που έρχονταν από μακριά. « Οι Ιταλοί βομβαρδίζουν την Πάτρα» αναφώνησε ο θείος μου. Η μάννα μου σταυροκοπήθηκε, μάζεψε την ποδιά της και σφούγγισε το μέτωπό της. «Ο Θεός και ο Άγιος να μάς προστατεύουν», είχε πει και ξανάκανε τον σταυρό της. Ένιωσα δέος ως παιδί. Τον φόβο μου τον ισορροπούσε η αγάπη της μάνας μου, την οποία είχα αδυναμία, κι ας μην περνούσε ημέρα που δεν με κτυπούσε για να γίνω καλός άνθρωπος. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Η φωνή του πολέμου.

Είχαμε να αντιμετωπίσουμε δύο φρικτά πράγματα, την φτώχεια και τον Πόλεμο. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά. Το 1932, ο πατέρας μου έχασε όλα του τα χρήματα που είχε φέρει από την Αλεξάνδρεια. Ανεργία παντού. Πολλοί μετανάστες από την κεντρική Πελοπόννησο περιφέρονταν ζητώντας εργασία για ένα πιάτο φαγητό. Μάς έλειπαν το ψωμί, το στάρι και το λάδι. Άρχισε η πείνα. Η ζωή γινόταν με ανταλλαγή προϊόντων, αβγά, σταφίδες, γάλα, τυρί και ζαρζαβατικά. Ό,τι είχε το κάθε νοικοκυριό. Ήρθαν πρώτα οι Ιταλοί. Αυτοί δεν έκαναν κάτι το εχθρικό. Οι περισσότεροι από αυτούς ένιωθαν κι ενοχή και ντροπή γι’ όσα έζησαν από τους Έλληνες στην Πίνδο. Δεν είχαμε χρήματα για τα αναγκαία, ούτε για το πετρέλαιο για τον φωτισμό μας. Τα σχολεία έκλεισαν μέχρι και το 1944. Τη μοναδική γεννήτρια του χωριού μας την είχε κάποιος Θεοδοσιάδης. Έμεινε κι αυτός από λεφτά και πετρέλαιο. Την Κυριακή εκείνη, μετά τον βομβαρδισμό, μάς έντυσε η μάννα μου με τα γιορτινά μας και μάς πήρε στον Άϊ-Βασίλη. Λειτουργούσε ο παπα-Σπήλιος και καμιά πέντε σκυφτοί ψαλτάδες, που τους οδηγούσε ο αρχιψάλτης μας, πάντα στο δεξιό ψαλτήρι, ο Βασίλης Αναστασόπουλος. Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν. Η γεννήτρια δεν είχε πια πετρέλαιο. Στο θαμπό φως πρόβαλλαν τα κεριά και οι σκιές των πιστών. Με τον πόλεμο όλα σκοτείνιασαν. Σκυθρωπά, πονεμένα και πεινασμένα και τα πρόσωπα όλων των μεγάλων. Έτσι τους θυμάμαι. Ο κόσμος δεν μπορούσε να πληρώσει το πετρέλαιο, δανείζονταν χωρίς να αποπληρώνουν. Θυμάμαι τη δόλια τη μάνα μου να έρχεται στο σπίτι από το κοντινότερο δάσος φορτωμένη με ξύλα για να μάς ζεστάνει. Να ψηθεί στο τζάκι ο τραχανάς, που είχε φτιάξει πριν από δύο σχεδόν χρόνια. Να σιτέψουμε την πείνα μας. Όταν η μάνα μας ήταν στα περιβόλια η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Άννα, αναλάμβανε τη λάτρα του σπιτιού και πρόσεχε την μικρότερη αδελφή μας, την Παναγιώτα.

Ο πόλεμος σημάδεψε την παιδική μου ζωή. Είδα το άγριο πρόσωπο του πολέμου στα εφτά μου χρόνια. Το χωριό μας ήταν κέντρο ανεφοδιασμού των ανταρτών. Συχνά πυκνά κατέβαιναν οι αντάρτες από τον Χελμό και έπαιρναν προμήθειες. Είχαν τον Κοροβότα ως σύνδεσμό τους. Το καλοκαίρι του 1942 είχαμε καταφύγει με τις αδελφές μου στο πατρικό μας σπίτι, στον συνοικισμό «πέρα μεριά», που ήταν κτισμένος δίπλα στη Βαλιμή, για να ξεκουράσουμε τη μάννα μας. Τον συνοικισμό μας χώριζε ένα μικρό φαράγγι που χώριζε τα σύνορά μας. Ένα πρωινό διακρίναμε μεγάλη κινητικότητα στο χωριό μας. Είχαν έρθει Γερμανοί καβαλαρία πάνω στ’ άλογά τους κι είχαν κυκλώσει τη μικρή μας πλατεία. Αφού πρώτα έβαλαν φωτιά κι έκαψαν το σχολείο συνέλαβαν τον Κοροβάτα για να τον ανακρίνουν. Τον κρατούσαν φυλακισμένο στο κοινοτικό γραφείο. Ήταν αυτός ένας νεαρός, ψηλόκορμος και πλατύστερνος πατριώτης και καλός νοικοκύρης. Το απόγευμα τον έβγαλαν σερνάμενο δύο στρατιώτες από το χαμόσπιτο και τον αποθέσαν κάτω από το δένδρο. Ήταν ένα ράκος. Διπλωμένος και δαρμένος αλύπητα. Τον ετοίμαζαν για κρεμάλα στην πλατεία μας. Είχε αρνηθεί να αποκαλύψει τις θέσεις των ανταρτών μας. Τον είχε προδώσει ένας δικός μας κιοτής στους Γερμανούς. Τον κρέμασαν στην πλατεία μπροστά στα μάτια μας, για παραδειγματισμό.”

Οι γονείς του Nick Thyssen, Γεώργιος και Ελένη Θεοδοσιάδη (1949). Φωτογραφία: Supplied
Ο Nick Thyssen με τους φίλους του στη Μελβούρνη το 1954. Φωτογραφία: Supplied
Όλα τα αδέλφια του Νικ με τους συζύγους τους παρευρίσκονται στο γάμο της Παναγιώτας και του Κωνσταντίνου Καμπύλη στη Μελβούρνη (1964). Ο Νικ στέκεται με τη σύζυγό του, Maureen, κρατώντας από το χέρι το πρωτότοκο παιδί του, Laney. φωτογραφία: Supplied

The post Παρουσίαση του βιβλίου του Καθηγητή Τάμη για τον Nick Thyssen, τον «μεγάλο καινοτόμο της Διασποράς» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.