Οι νέες τάσεις φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται μέσα από τον νέο κύκλο δημοσκοπήσεων. Το ΠΑΣΟΚ αναπτύσσει δυναμική ανόδου – ακριβέστερα, δείχνει μετά τις εσωκομματικές κάλπες να κερδίζει εκείνον τον ζωτικό χώρο που φιλοδοξούσε να αποκτήσει στις ευρωεκλογές και μένει να φανεί ποιο είναι το νέο ταβάνι του. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να κινείται σε μια διαλυτική τροχιά – που δύσκολα θα αντιστραφεί όποια κι αν είναι η επόμενη ηγετική ομάδα στην Κουμουνδούρου. Και η ΝΔ προσπαθεί να βάλει φρένο σε μια πτωτική πορεία και να ισορροπήσει στα επίπεδα που την οδήγησαν οι ευρωκάλπες. Εχει σαφώς τον πρώτο λόγο, αλλά για την εικόνα κυριαρχίας έχουν αρχίσει πλέον να διατυπώνονται αμφιβολίες – στο παρασκήνιο ήδη αναζητείται ο εταίρος της επόμενης ημέρας. Η νέα παράμετρος που δεν μετριέται ακόμη δημοσκοπικά, αλλά μπορεί να αφήσει αποτύπωμα, έχει να κάνει με τη συνοχή της. Για πρώτη φορά, τουλάχιστον από το 2016, καταγράφονται στοιχεία που αναδεικνύουν μια εσωκομματική κρίση.
Δεν είναι μόνον η σύγκρουση του Κυριάκου Μητσοτάκη ή του κυβερνητικού επιτελείου με τον Αντώνη Σαμαρά, ούτε η ενεργοποίηση του Κώστα Καραμανλή που έπειτα από χρόνια σιωπηλής παρουσίας αποφάσισε εσχάτως να προβάλει τις ανησυχίες του με δημόσιες παρεμβάσεις. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ μετράει πλέον μία διαγραφή – του Μάριου Σαλμά – για λόγους εσωκομματικής αντιπολίτευσης, ενώ μια πλειάδα βουλευτών έχουν αρχίσει τις προειδοποιήσεις ότι «δεν είναι δεδομένοι» για μια σειρά από τις δοκιμασίες που έπονται. Μετά τον Σαλμά υπάρχουν κι άλλοι που μπορεί να «εκτροχιασθούν» και να αγνοήσουν την κεντρική γραμμή, δημιουργώντας ένα νέο περιβάλλον στην κυβερνητική σφαίρα. Επίσης για πρώτη φορά, ο Μητσοτάκης αναγκάζεται να εκπέμπει μηνύματα με αποδέκτες στο δικό του στράτευμα. Η πίεση έρχεται από τα δεξιά και στο Μαξίμου προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις επιπτώσεις – καταμετρώντας σε αυτή τη φάση τις διαρροές προς τη δεξιότερη πλευρά του χάρτη.
Είναι σαφές ότι το επόμενο τετράμηνο υπάρχουν πολλά ανοικτά ζητήματα που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τις αντοχές και να τεντώσουν τα νεύρα. Τα επόμενα βήματα στην πορεία ελληνοτουρκικής προσέγγισης μπορεί να δείχνουν κρίσιμα, αλλά δεν βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με τους επισφαλείς σταθμούς. Ούτε ο προϋπολογισμός προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία, αν και θα μπορούσε να προκαλέσει παρενέργειες. Ισοδυναμεί, άλλωστε, με ψήφο εμπιστοσύνης και στη ΝΔ ουδείς θα επιθυμούσε μέσα σε ένα χειμωνιάτικο τοπίο να τρέχει η χώρα σε πρόωρες εκλογές. Εκείνη που προσφέρεται περισσότερο για «γαλάζιες» αναταράξεις είναι η προεδρική εκλογή – που δεν οδηγεί πλέον σε διάλυση της Βουλής. Το ζητούμενο είναι εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ανακοινώσει τις αποφάσεις του τον Ιανουάριο έχοντας στραμμένο το βλέμμα στα δεξιά του ή στο Κέντρο. Στη δεύτερη περίπτωση θα αναζητήσει συναινέσεις, στην πρώτη μπορεί να περιοριστεί σε επιλογές που θα οδηγούν σε Πρόεδρο του ενός κόμματος.
Είναι πρόδηλο ότι το ομιχλώδες τοπίο που έχει διαμορφωθεί – με ευθύνη και του Πρωθυπουργού – σε σχέση με την προεδρική εκλογή, μεταβάλλει τα στοιχήματα παραμονής της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό Μέγαρο. Οπως επιτρέπει να φουντώσει καθ’ οδόν προς τα Χριστούγεννα και η προεδρολογία – έστω κι αν το Μαξίμου δημοσίως την καταγγέλλει περίπου ως πλήγμα και προσβολή στον θεσμό. Ο Μητσοτάκης ζυγίζει κάθε επιλογή, με τη βεβαιότητα ότι μια αλλαγή φρουράς στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα θα αναγνωσθεί από πολλούς και ως παραδοχή ότι η επιλογή του 2020 δεν υπήρξε απολύτως επιτυχημένη. Περίπου όπως αντιμετωπίστηκε και από τον ίδιο η παράκαμψη του Προκόπη Παυλόπουλου πέντε χρόνια νωρίτερα ή του Χρήστου Σαρτζετάκη το 1990. Υποτίθεται ότι οι πρωθυπουργικές ανακοινώσεις αργούν επειδή ο Μητσοτάκης δεν έχει πάρει ακόμη τις αποφάσεις του και κινείται με βάση το εσωκομματικό ισοζύγιο. Περισσότερο από τις ισορροπίες στη ΝΔ και την κατεύθυνση του κόμματος, ωστόσο, συνομιλητές του διαβεβαιώνουν ότι η απόφαση θα συνδέεται με την κατεύθυνση της χώρας. Μια δοκιμασία, άλλωστε, θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για να ξαναστηθούν νωρίτερα τα εκλογικά παραβάν, έστω κι αν η προεδρική εκλογή δεν οδηγεί άμεσα σε εθνικές κάλπες.