Στο ίδιο έργο θεατές

Κατ’ αρχάς να συμφωνήσουμε σε κάτι. Η ανθρώπινη συνείδηση δεν αποκωδικοποιείται με όρους συνταγής μαγειρικής. Μια αναλογία «συστατικών» δηλαδή που, περίπου, το ένα προϋποθέτει το άλλο. Στη συνείδηση του ανθρώπου μπορεί να υπάρχουν και αλμυρά και γλυκά «υλικά» και ξινά και πικρά και υγρά και στερεά σε αλλούτερες αναλογίες.

Ας το κάνουμε όμως πιο συγκεκριμένο. Την περασμένη Παρασκευή έγινε στο Καλλιμάρμαρο η συναυλία για τα Τέμπη, η οποία, με το που ανακοινώθηκε, προκάλεσε μια ένταση ανάμεσα στις οικογένειες. Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι γονείς που πήραν αποστάσεις από τη συγκεκριμένη εκδήλωση δεν σπαράζουν, δεν πονούν για τα παιδιά τους; Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που τολμά να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Από ‘κεί και πέρα, ένας μέσος πολίτης μπορεί να είναι εξαγριωμένος με το τι έγινε στα Τέμπη αλλά να μην του αρέσουν οι συναυλίες. Ή να ψηφίζει Νέα Δημοκρατία και να μην του αρέσει το γνωστό, χυδαίο σύνθημα για τον Μητσοτάκη που κυριάρχησε στο Καλλιμάρμαρο. Ή να του αρέσει το σύνθημα, αλλά να μην του αρέσουν τα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά. Ή να θεωρεί ότι για τα Τέμπη ευθύνονται υπουργοί της κυβέρνησης, αλλά να μην υποστηρίζει άνευ όρων τους Παλαιστίνιους, μπορεί να είναι Εβραίος και να μη γουστάρει να βλέπει παλαιστινιακές σημαίες και να ακούει αντισημιτικά συνθήματα, που επίσης κυριάρχησαν. Ή να αντιτίθεται στον συναισθηματικό πατερναλισμό. Στις ελεύθερες συνειδήσεις δηλαδή δεν υπάρχει «μονοκούκι». Οι συνδυασμοί είναι άπειροι. Μπορεί να πιστεύεις κι εκείνο και το άλλο και το παράλλο. Και, κυρίως, μπορεί να είσαι κάθετα αντίθετος με κάθε είδους συναισθηματικό πατερναλισμό, την πιο ύπουλη προπαγάνδα. Αυτό όμως δεν μπορούν να το δεχθούν όλοι.

Ο καθηγητής Στάθης Καλύβας έκανε σχόλιο στον λογαριασμό του στα σόσιαλ για το τραγούδι που ο Φοίβος Δεληβοριάς έγραψε για τη συγκεκριμένη συναυλία. Το θεώρησε φτηνό και κακόγουστο λαϊκισμό. Δεν ξέρω από πότε ακριβώς απαγορεύτηκε η εκφορά κριτικής για ένα τραγούδι, αλλά στην περίπτωση Καλύβα κινητοποιήθηκαν τα γνωστά, ίδια και απαράλλαχτα εδώ και μία δεκαετία, δημοσιογραφικά και διαδικτυακά παρεάκια στοχοποιώντας τον καθηγητή. Τι μανιασμένο τον είπαν, τι ακραία συντηρητικό, τι λυσσασμένο. Ακόμη και χαφιεδόμουτρο, περιγράφοντάς τον με τον στίχο του Θανάση Παπακωνσταντίνου που έχει τραγουδήσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου πριν από σαράντα χρόνια. Παράλληλα, κεφαλαιοποιήθηκαν οι αντιδράσεις όσων πήραν τις αποστάσεις τους κυρίως από τις κινήσεις της Μαρίας Καρυστιανού. Και άρχισαν οι ιαχές ότι η συναυλία πέτυχε τον σκοπό της αφού «βγήκαν από τα λαγούμια τους» οι γυμνοσάλιαγκες, οι σκοταδόψυχοι, οι υπάνθρωποι.

Εχω βαρεθεί να μετράω πόσες φορές έχουμε δει αυτό το έργο της ρητορικής του μίσους. Δεν καταλαβαίνουν αυτοί οι άνθρωποι πως η εχθροπάθεια, μεταμφιεσμένη με φτηνιάρικο κοστούμι σε αλληλεγγύη, δεν τους οδήγησε πουθενά μέχρι τώρα; Και προσβάλλει κάποιους που δεν θεωρούν μονόδρομο το να εκφράσεις την υποστήριξή σου σε κάτι μισώντας και βρίζοντας αυτό που εσύ βολεύεσαι να θεωρείς αντίθετό του.

Εμένα πάλι, επειδή είμαι σπασίκλα, άλλο με ενόχλησε στο συγκεκριμένο τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά

Οπως διαβάζω στη Wikipedia, ο κέδρος (λέξη που χρησιμοποίησε ο συνθέτης για να ριμάρει με το

«κέρδος») δεν φύεται στην Ελλάδα

Η γνώμη μας

Προχθές απευθύνθηκα για κάποιο ζήτημα στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας στην οποία είμαι πελάτισσα. Ο «εκπρόσωπος» που με εξυπηρέτησε ήταν ένας νέος, όπως κατάλαβα από τη φωνή του, άνθρωπος που έλεγε αυτές τις έτοιμες φράσεις που τους μαθαίνουν. Μια ελαφρά αγωνία στη φωνή του μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν μάλλον καινούργιος σε αυτήν τη θέση. Στο τέλος του τηλεφωνήματος και αφού με είχε εξυπηρετήσει άψογα μου είπε: «Ενδέχεται να ακολουθήσει ένα τηλεφώνημα αξιολόγησης. Θα ήθελα απλώς να ξέρετε ότι και οι ερωτήσεις που αφορούν την εταιρεία χρεώνονται σε εμένα».

Περίμενα αυτό το τηλεφώνημα αξιολόγησης σαν να ήμουν εγώ η κρινόμενη. Και σκεφτόμουν αυτά τα νέα παιδιά που ζουν μέσα στην επαγγελματική επισφάλεια και που το επαγγελματικό τους μέλλον – τι μέλλον δηλαδή, τα προς τον επιούσιον – εξαρτάται από τη στιγμιαία διάθεση ενός αγνώστου. Σε αντιδιαστολή με τους δημοσίους υπαλλήλους που αρνούνταν την αξιολόγηση.