Νιώθω περήφανη που μου ανατέθηκε και φέτος η επίσημη παρουσίαση αυτής της σημαντικής έκθεσης, «Ένα Οπτικό Ταξίδι στην Ελληνο-Αυστραλιανή Ζωή».
Η περσινή έκθεση, «Ελληνικοί Γάμοι κάτω από τον Σταυρό του Νότου», ήταν πρωτοποριακή, καθώς η μεταπολεμική ιστορία της παροικίας μας παρουσιάστηκε και γιορτάστηκε με οπτικές αναπαραστάσεις μέσω των φωτογραφιών που προέρχονταν από τα δικά μας φωτογραφικά στούντιο.
Οι όμορφες νύφες και όμορφοι γαμπροί στις φωτογραφίες δεν αποτελούσαν το αντικείμενο ούτε ήταν στο επίκεντρο του βλέμματος της ευρύτερης Αυστραλιανής κοινωνίας, αλλά του δικού μας βλέμματος μέσα από τον φακό των δικών μας φωτογράφων.
Με αυτή τη δεύτερη έκθεση, ο Άγης Αργυρόπουλος εδραιώνει αυτή τη θεματική ενασχόληση με την ιστορία της παροικίας μας, ως σημείο εστίασης του Δημόκριτου και γι’ αυτό χρωστάμε όλοι σ’ αυτόν τον οργανισμό, υπό την άξια διεύθυνση του προέδρου του, κ. Θανάση Σαλάχα, και τις ατέλειωτες προσπάθειες της Αγάπης Πάσχου, μια ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Επιπλέον, ο Άγης Αργυρόπουλος έχει χωρίς αμφιβολία καθιερωθεί ως επιμελητής με ένα έντονο όραμα. Το θέμα είναι για άλλη μια φορά μια όψη της ελληνοαυστραλιανής μας πραγματικότητας, αλλά οι φωτογραφίες αυτή τη φορά έχουν τραβηχτεί από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές που βλέπουμε στις φωτογραφίες.
Οι δύο εκθέσεις συμβάλλουν στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελλήνων της Αυστραλίας με πολύ έντονο και έξυπνο τρόπο.
Η φωτογραφία έχει τη δική της γλώσσα που δεν εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες κάποιας ομιλούμενης γλώσσας. Όλοι θα θέλαμε τα παιδιά της τρίτης και τέταρτης γενιάς να μιλούν ελληνικά. Ποιος θα διαφωνούσε με αυτή την ουτοπία; Αλλά αυτό διαφέρει από την πραγματικότητα και το γνωρίζουμε όλοι.
Με την φωτογραφική έκθεση δεν είναι ανάγκη να ξέρει κανείς ελληνικά. Όλοι μπορούν να συμμετέχουν, Έλληνες και μη-Έλληνες. Τα παιδιά μας έχουν και αυτά τις αναμνήσεις τους.
Μεγάλωσαν και αυτά σε αυτή την παροικία, μια παροικία πολύ διαφορετική από αυτή που μεγαλώσαμε πολλοί από μας την δεκαετία του 60 και 70. Χιλιάδες παιδιά μεγάλωσαν με τον παππού και την γιαγιά δίπλα τους. Οι εκθέσεις αυτές προκαλούν συζήτηση στις επόμενες γενιές, τα παιδιά των οποίων είναι αυτοί που θα αναλάβουν το μέλλον της παροικίας.
Αυτά τα οπτικά τεχνουργήματα, οι υπέροχες φωτογραφίες οι περισσότερες ασπρόμαυρες και μερικές έγχρωμες, που αναμφίβολα είναι το αποτέλεσμα φτηνών μηχανών, παρέχουν τόσο άμεση οπτική απόλαυση όσο και μία αίσθηση οικειότητας – όταν τις κοιτάζουμε θυμόμαστε τις δικές μας πολύτιμες φωτογραφίες που έχουμε όλοι στα σπίτια μας.
Ενώ σήμερα θεωρούμαστε μια ισχυρή και εδραιωμένη ελληνική παροικία της διασποράς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η παροικία μας προήλθε από μια εργατική πραγματικότητα που ώθησε τους Έλληνες μετανάστες να διεκδικούν σταδιακά και επίμονα τα δικαιώματά τους, να εκφράζουν τις ανησυχίες τους, να απαιτούν η φωνή τους να ακούγεται, ώστε να μεταφέρει το πολιτικό βάρος των καταστάσεων.
Και όλα αυτά, άνοιξαν τον δρόμο που οδήγησε προς την άρρηκτη θέση που η παροικία μας κατέχει σήμερα στο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό της Αυστραλίας.
Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες από διαδηλώσεις σχετικά με τα ευρύτερα δημοκρατικά ιδεώδη αλλά και με συγκεκριμένες αιτίες όπως το Μακεδονικό ζήτημα. Δια μέσω της φωτογραφίας του πιστοποιητικού που αφορά την εγγραφή αλλοδαπών μας δίνεται μια έντονη υπενθύμιση της αποξένωσης του μετανάστη της εποχής αυτής, δηλαδή πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εν τω μεταξύ, όσοι έφτασαν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνικό Εμφύλιο, αντιμετώπισαν και άλλες προκλήσεις.
Οι μετανάστες που ευθυγραμμίστηκαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα πέρασαν κάτω από ελέγχους στην καλύτερη περίπτωση και υπέστηκαν διάφορους διωγμούς στη χειρότερη. Οι προσπάθειες πολλών ατόμων, μαζί με τις προσπάθειες του Εργατικού Συνδέσμου «Δημόκριτος», είχαν σαν συνέπεια να ελαφρύνουν με τον καιρό τις πιέσεις που ασκήθηκαν εναντίων των Ελληνο-Αυστραλών κομμουνιστών και των υποστηρικτών τους, πολλοί από τους οποίους κέρδισαν θέσεις επιρροής στο συνδικαλιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1970 και του ’80.
Αυτές οι φωτογραφίες εκπέμπουν μια αίσθηση υπερηφάνειας. Η φωτογραφία με τους εργάτες στο εργοστάσιο όπου γίνεται κάποια επιθεώρηση μας θυμίζει τα μέρη πού εργάζονταν οι περισσότεροι μετανάστες πρόγονοί μας τις πρώτες δεκαετίες. Οι γύρω φωτογραφίες μας φανερώνουν όμως την συνέπεια αυτής της θυσίας.
Οι γονείς ή οι παππούδες μας, μπόρεσαν να αγοράσουν σπίτι, αυτοκίνητο και να αρχίσουν να απλώνουν ρίζες σε αυτήν την ξένη γη όπου συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο ότι επρόκειτο να ζήσουν για πάντα, το αρχικό όνειρο του επαναπατρισμού στην Ελλάδα, σε δύο χρόνια το πολύ όπως έλεγαν, αρχίζει να εξατμίζεται, καθώς τους απασχολούσε όλο και περισσόρο η εκπαίδευση των παιδιών τους και η ίδρυση συλλόγων, εκκλησιών και σχολείων.
Μας υπενθυμίζεται πως η δύναμη της τελετουργίας μας δένει ως παροικία, είτε μέσω της χαράς της βάπτισης, της απόλαυσης των ονομαστικών εορτών στα σπίτια μας, της χαράς του χορού και, τελικά, των τελετουργιών που σχετίζονται με κηδείες και μνημόσυνα. Φωτογραφίες, λοιπόν, που απαθανατίζουν πολύτιμες στιγμές, μερικές αναμνήσεις έχουν ήδη γίνει όνειρα πια και ένα παρελθόν που φαίνεται όλο και πιο απομακρυσμένο, άλλες μεταφέρονται στη συνείδησή μας μέσω της διαρκούς δύναμης της τελετουργίας – όλες αυτές οι φωτογραφίες είναι ένας συλλογικός φόρος τιμής στην ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην Αυστραλία.
*H Δρ Κωνσταντίνα Ντούνη εργάζεται στο Monash Education Academy, Πανεπιστήμιο Monash
The post Ένα «Οπτικό Ταξίδι στην Ελληνο-Αυστραλιανή Ζωή» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.