Αντώνης Σαμαράς

Τον Ιούλιο του 2014, σε συνέντευξη Τύπου στο Στρασβούργο, ο έλληνας πρωθυπουργός δέχθηκε μια προκλητική ερώτηση από σκοπιανό (εκείνη την προ Πρεσπών εποχή) δημοσιογράφο. Τα μίντια εδώ πανηγύρισαν την «αποστομωτική» ατάκα του «δεν ήξερα καν ότι υπάρχει μακεδονική γλώσσα». Ωστόσο, στην κατακλείδα της απάντησής του είχε αναφέρει πως «όταν η αδιαλλαξία αντικαθιστά τον διάλογο, τότε τα προβλήματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα», επιλέγοντας τον εξεζητημένο για τους μη αγγλόφωνους χρήστες της αγγλικής όρο «intransigence» προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι ο ερωτών εξέφραζε αδιάλλακτα μια θέση που γνώριζε πως είναι λανθασμένη. Ισως ήταν η μοναδική στιγμή στην καριέρα του που ο Αντώνης Σαμαράς εμφανίστηκε ως εχθρός της αδιαλλαξίας.

Ιστοριοδίφες της πολιτικής αγοράς δεν έχουν ξεχάσει αυτό το περιστατικό εξαιτίας της πάγιας μακεδονομαχικής προσέγγισης του Μεσσήνιου. Μια πιο προσεκτική ματιά στο γλωσσικό του ύφος, βέβαια, μαρτυρά πως «έχει όλα τα τυπικά προσόντα για να είναι statesman αλλά προτιμά να είναι πολιτευτής Γαργαλιάνων», κατά τα λεγόμενα έμπειρου γαλάζιου κοινοβουλευτικού. Μαρτυρά, δηλαδή, τη μεγαλύτερη αντίφαση του πολιτικού του χαρακτήρα. Η συγκεκριμένη πηγή όταν καλείται να τον περιγράψει «από την καλή» σημειώνει ότι «έχει κάποια αναμφίβολα θετικά στοιχεία, τα οποία ξορκίζει ο ίδιος σαν να τον κατατρύχουν. Λες και νιώθει ενοχή που γεννήθηκε προνομιούχος μέσα σε μια ιστορική οικογένεια και προσπαθεί να πείσει τους πάντες γύρω του πως δεν είναι μεγαλοαστός αλλά βαρύμαγκας».

«Εχει», συμπληρώνει, «τις γνώσεις για να σταθεί σε διεθνές επίπεδο». Και – ενίοτε – την προσαρμοστικότητα που απαιτείται να δείχνει ένας ρεαλιστής πολιτικός προκειμένου να πετύχει τους στόχους του. «Οταν οι συνθήκες τον ανάγκασαν, έγινε σωστός», διευκρινίζει στην απόπειρά του να αναλύσει τον εμπνευστή των Ζαππείων ο οποίος άφησε τις αντιμνημονιακές κορόνες στην άκρη την περίοδο που κλήθηκε να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της χώρας προς τους εταίρους και δανειστές της. Παρά τα εφόδια που του επέτρεψαν να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αξιώματος, το οποίο κέρδισε κάνοντας την πιο εντυπωσιακή στη Μεταπολίτευση επιστροφή απ’ την πολιτική εξορία, ένας από τους κάποτε υπουργούς του επιμένει ότι «δεν είναι ένας σοβαρός που υποχρεώθηκε να λαϊκίσει. Είναι ένας λαϊκιστής που υποχρεώθηκε να σοβαρευτεί».

Οι φίλοι του διαφωνούν κάθετα με την παραπάνω ετυμηγορία. Το κύρος που συνοδεύει σχεδόν νομοτελειακά έναν πρώην πρωθυπουργό και η εμμονή του με τα εθνικά δίκαια – ο παράδοξος συνδυασμός σοβαρότητας και λαϊκισμού, με άλλα λόγια – τον καθιστούν, σύμφωνα με συνομιλητές του, τον ιδανικότερο εκφραστή του 20% που βρίσκεται πια δεξιότερα της κεντροδεξιάς παράταξης.