Σε μια γενική πρόβα, κάποτε στο θέατρο, την τζενεράλε που λέμε, φορέθηκαν τα κοστούμια για πρώτη φορά, ήρθαν κι οι περούκες, τις έβαλαν οι ηθοποιοί, τις έβαλαν κι οι πρωταγωνίστριες, δύο τον αριθμό, είχε αυτή την παράσταση, όμως κάτι δεν πήγαινε καλά στη μία, κάπως δεν της καθόταν στο κεφάλι, όπως λέμε. Οι ηθοποιοί αρχίσαν τα κρυφά γελάκια, τα σουσουσού, τα μουμουμού, κάποιοι τρέξανε και στην άλλη πρωταγωνίστρια. Αυτή η άλλη δεν ήταν απλώς η άλλη, ήταν η Ελλη Λαμπέτη.
– Κυρία Ελλη, να σας προετοιμάσουμε, η κυρία Ασμηνπούμε Τονομάτης – ηθοποιός παλιάς σχολής, «Vecchia Scuola» – με την περούκα στο κεφάλι είναι ίδια ο Ζαζάς (από τους πρώτους παρενδυτές στο θέατρο), μην την κοιτάξετε ξαφνικά και σας πιάσουν τα γέλια.
Και η Ελλη με το γνωστό της ψεύδισμα, που για πολλούς ήταν τιτίβισμα ερωδιού:
– Μα δεν την κοιτάω ποτέ στη σκηνή όταν παίζει. Από τακτ.
Ετσι κι εγώ, χωρίς κανένα ψεύδισμα, και χωρίς τη μαγεία της Λαμπέτη, ούτε κατά διάνοια, όταν με ρωτήσαν αν θα δω το ντιμπέιτ των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ απάντησα: Οχι. Δεν θα το δω, από τακτ.
Αλλά πρέπει να έχεις ανάστημα και χαρακτήρα για να κρατηθείς μακριά απ’ αυτό το υπερθέαμα. Πήγε για μια στιγμή μόνο του το χέρι στο τηλεκοντρόλ και πέτυχε ένα πλάνο κάποιου κυρίου, εντελώς άγνωστου σ’ εμένα.
Ενας κύριος μειλίχιος, με βλέμμα αθώο, φωνή βελούδο, καλοχτενισμένος, μουστάκι περιποιημένο στην εντέλεια, ευγενής, οι κινήσεις των χεριών αέρινες, το σοφό κεφάλι γερμένο πότε λίγο δεξιά, πότε αριστερά, πότε με μια αιδώ σκυμμένο κάτω. Μπα; λέω. Μωρέ. Βρέθηκε και πέμπτος υποψήφιος; Οχι, αναρωτήθηκα. Και μάλιστα τραγουδώντας. Ποιος είναι αυτός ο αψηλός, ποιος είν’ αυτός ο τύπος; Φίλος μου είναι ή γνωστός ή κάνας ψάλτης μήπως; Μέχρι που κάποιος, έτσι ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση, τον αποκάλεσε «κύριε Πολάκη» και λύθηκε το μυστήριο.
Δεν ήταν φίλος ή γνωστός ή κάνας ψάλτης μήπως. Οντως ήταν ο πάλαι ποτέ αψύς Κρητίκαρος Παύλος Πολάκης με τ’ όνομα.
Μα πού να τον γνωρίσω κι εγώ έτσι που μεταλλάχτηκε.
Πού αυτή η βροντερή φωνή που την άκουγες λες κι αντηχούσε από μόνο του το φαράγγι της Σαμαριάς, πού αυτό το αρειμάνιο μουστάκι, πού αυτός ο καρηκομόων ανήρ με τους ατίθασους βοστρύχους που από το μένος ίσιωναν κι ορθώνονταν γύρω απ’ το κεφάλι, αχνίζοντας και αναδίδοντας ένα άρωμα γνήσιας τεστοστερόνης λίγο πριν από την τραγίλα. Πού πήγαν όλα αυτά τα «όλοι σας και μόνος μου», «η δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς» κι εκείνο το αλησμόνητο για δημοσιογράφο «έπρεπε να σηκωθώ επάνωκαινα πάει τρίαμέτρα κάτω απότη γη, αλλά κράτησα την ψυχραιμία μου!» ή εκείνη η πρόταση για νίκη «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε μερικούς στη φυλακή».
Πού πήγανε όλ’ αυτά, κύριε Παύλο μου; Πού τα καταχωνιάσατε; Σε ποια σκοτεινά κελάρια της ψυχής σας τα διπλοκλειδώσατε;
Ετσι που πάμε, ένα έχω να σας πω, παραφράζοντας τον στίχο του Ρεμπό (και πολύ σας πάει, αλλά τέλος πάντων, παραμονή της εκλογής σας, ας πάει στον διάολο), τον στίχο που λέει λοιπόν…
Κύριε Πολάκη μου, «εσύ ΕΙΝΑΙ ένας άλλος».
Κι αν ψηφίσουνε τον άλλο εαυτό σου αύριο κι ο δικός σου μείνει απόξω, τι κάνουμε, κύριε Παύλο μου, μου λες;
Εδώ σε θέλω. Κι είναι το μόνο που σε θέλω. Γιατί οπουδήποτε αλλού, ούτε που να σε δουν τα μάτια μου.
Γι’ αυτό και χαιρετώ.