Το ενδεχόμενο να είναι το 2024 η πρώτη μεμονωμένη χρονιά που θα καταγραφεί αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5οC πάνω από τα επίπεδα πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση έριξε ούτως ή άλλως μια βαριά σκιά πάνω από τη φετινή COP29, την 29η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα. Αλλωστε, ήδη είμαστε σε αύξηση κοντά σε 1,3οC, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πλέον αδύνατο να μιλάμε για συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στο όριο του 1,5οC, που έχει θεωρηθεί ότι αποτελεί το κατώφλι πέραν του οποίου η κλιματική αλλαγή θα πάρει πραγματικά καταστροφικές διαστάσεις. Αντιθέτως, πλέον θεωρείται πιθανό να περάσουμε από μια φάση όπου η μέση αύξηση θα ξεπεράσει τους 2οC, ή ακόμη και να πλησιάσει τους 3οC, πριν υποτίθεται ξεκινήσει μια καθοδική πορεία. Την ίδια στιγμή, ήδη βλέπουμε να αυξάνει η συχνότητα των καταστροφικών καιρικών φαινομένων που αφετηρία έχουν την κλιματική αλλαγή, από τις τρομακτικές πλημμύρες στο Πακιστάν μέχρι την κακοκαιρία «Daniel» και πιο πρόσφατα την καταστροφή στη Βαλένθια.
Ολα αυτά πλέον έχουν αρχίσει να αποτυπώνονται και σε μια μετατόπιση της ρητορικής γύρω από την κλιματική αλλαγή. Παρότι σε επίπεδο διακυβερνητικών διακηρύξεων ο στόχος της συγκράτησης της αύξησης σε 1,5οC παραμένει η επίσημη θέση, εντούτοις πληθαίνουν οι τοποθετήσεις που θεωρούν ότι δεν είναι τόσο καταστροφική η σημαντική υπέρβαση αυτού του στόχου, τουλάχιστον για ένα διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι μετά θα αρχίσουν τα πράγματα να βελτιώνονται μέσα από την εφαρμογή μεγάλων σχεδίων γεωμηχανικής. Πράγμα που ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι αυτή τη στιγμή είμαστε εκτός στόχου σε σχέση με την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη και άρα αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις τους. Αυτό καθιστά πολύ επίκαιρο και σημαντικό το τελευταίο βιβλίο του Andreas Malm σε συνεργασία με τον Wim Carton και τίτλο «Overshoot. How the World Surrendered to Climate Breakdown» (Εκτός στόχου. Πώς ο κόσμος παραδόθηκε στην κλιματική κατάρρευση) που πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso.
Τα ορυκτά καύσιμα
Ουσιαστικά, αυτό με το οποίο αναμετρώνται σε αυτό το βιβλίο οι Μαλμ και Κάρτον είναι ακριβώς ότι αυτή τη στιγμή όχι μόνο κανένας από τους στόχους σε σχέση με την αποτροπή της κλιματικής κρίσης δεν έχει επιτευχθεί, αλλά βλέπουμε μια ολοένα και μεγαλύτερη επένδυση στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου του γαιάνθρακα. Ακόμη χειρότερα, διαπιστώνουν – και αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που υπογραμμίζουν στο βιβλίο τους – την ανάδειξη της αδυναμίας επίτευξης των στόχων σε ένα είδος ιδεολογίας. Σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία μπορούμε να αποτύχουμε στην επίτευξη αυτών των στόχων, υπό την προϋπόθεση ότι στη συνέχεια θα μπορέσουμε να δοκιμάσουμε τεχνολογίες αφαίρεσης από την ατμόσφαιρα των επιπλέον αέριων ρύπων που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή. Σε αυτή την κατεύθυνση, αντί για μετάβαση με τον πιο άμεσο και γρήγορο τρόπο στις μηδενικές εκπομπές, προκρίνεται η λογική ότι πρώτα θα προσαρμοστούμε για ένα διάστημα στις αυξημένες εκπομπές και θερμοκρασίες, μετά θα χρησιμοποιήσουμε τεχνολογίες αφαίρεσης και στο τέλος μορφές γεωμηχανικής, παραβλέποντας ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα αποφύγουμε τις καταστροφικές επιπτώσεις.
Η καπιταλιστική συσσώρευση
Τι είναι αυτό, όμως, που οδηγεί σε αυτή τη διαρκή αδυναμία να επιτευχθούν οι στόχοι για το κλίμα; Για τους Μαλμ και Κάρτον η αιτία βρίσκεται στις ίδιες τις δυναμικές της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ο Μαλμ αυτός που στο κλασικό πλέον βιβλίο του «Fossil Capital» (Verso, 2016) διατύπωσε ένα θεωρητικό σχήμα για το πώς τα ορυκτά καύσιμα κυριάρχησαν ακριβώς επειδή ήταν περισσότερο συμβατά με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής σε σχέση με άλλες πηγές ενέργειας. Σε αυτή τη βάση οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι σήμερα η εξήγηση βρίσκεται στις πολύ μεγάλες επενδύσεις που ήδη υπάρχουν στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων και στην παραγωγή ενέργειας από αυτά, επενδύσεις που δεν έχουν μόνο μεγάλη αξία καθαυτές, αλλά ταυτόχρονα είναι κρίσιμοι κόμβοι για τις συνολικές δυναμικές της συσσώρευσης σε οικονομίες που είναι ήδη εξαιρετικά χρηματοοικονομικοποιημένες. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο τόσο οι εκπρόσωποι αυτών των επιχειρήσεων όσο και οι σχεδιαστές πολιτικής να εξετάσουν το ενδεχόμενο αυτές οι επενδύσεις να καταστούν ανεκμετάλλευτες, π.χ. με το να μη γίνει καμία άντληση από επιβεβαιωμένα κοιτάσματα, μια και αυτό θα συνιστούσε μια πολιτικά συνειδητή εξαιρετικά βίαιη απαξίωση σταθερού κεφαλαίου. Σε αντιδιαστολή προς αυτή την ουσιαστικά συνειδητή επιτάχυνση μιας πορείας προς την κλιματική καταστροφή, οι Μαλμ και Κάρτον επιμένουν ότι δεν υπάρχει κανένα τεχνικό εμπόδιο σε μια ταχύτατη μετάβαση στην πλήρη παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Σημειώνουν ότι μια αποτελεσματική δικτύωση που να ξεπερνά τα όρια των επιμέρους εθνικών αγορών εξασφαλίζει ότι οι διακυμάνσεις σε σχέση με την ηλιοφάνεια ή την ένταση των ανέμων διαρκώς θα αντισταθμίζονται, ότι υπάρχουν τεχνικές αποθήκευσης πλεονάζουσας ενέργειας και ότι σε αντίθεση με τις εξορύξεις που είναι δομικά ασύμβατες με άλλες πρακτικές, ιδίως γεωργικές, τόσο τα αιολικά πάρκα όσο και τα φωτοβολταϊκά πάρκα μπορούν να συνυπάρχουν με πλήθος άλλων δραστηριοτήτων. Υπογραμμίζουν παράλληλα ότι αυτό που εξηγεί την απροθυμία ως προς τη μετάβαση δεν είναι το κόστος των ανανεώσιμων (σε τελική ανάλυση η όποια επιπλέον επένδυση αποσβένεται από το γεγονός ότι οι πηγές ενέργειας – ο ήλιος και ο αέρας – είναι δωρεάν), αλλά ότι δεν προσφέρουν εξίσου υψηλά ποσοστά κέρδους με την παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.