Ο Γιάννης Μπουτάρης, που οι φίλοι του θα αποχαιρετήσουν αύριο, ήταν ένας χωρίς αμφιβολία συναρπαστικός άνθρωπος. Λόγω της δουλειάς μου είχα την τύχη να γνωρίζω πολλούς έλληνες επιχειρηματίες με τους οποίους μας συνδέει η αγάπη για τους αθλητές και τα κατορθώματά τους. Τον Μπουτάρη δεν τον γνώρισα όμως για αυτό τον λόγο: μου τον γνώρισε η συγγραφέας και φίλη μου Μαρία Μαυρικάκη τον καιρό που έγραφαν μαζί τη βιογραφία του που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Παττάκη με τον τίτλο «Η ζωή είναι τρύγος». Ακριβώς επειδή η γνωριμία μας δεν προέκυψε εξαιτίας κάποιας δικής μου επαγγελματικής υποχρέωσης, δεν γνώρισα ένα άνθρωπο που προσπάθησε να με πείσει για την αγάπη του για μια ομάδα ή για το είδος της προσφοράς του σε αυτή (όπως συνήθως συμβαίνει με πολλούς επιχειρηματίες που έχω γνωρίσει λόγω επαγγέλματος), αλλά συνάντησα αυγουστιάτικα έναν ωραίο τύπο που χαίρονταν τις διακοπές του όπως κι εγώ. Ο Μπουτάρης μου άφησε την εντύπωση πως ήταν άνθρωπος που γενικά ήξερε να χαίρεται. Ισως μια μεγάλη περίοδος διακοπών γεμάτη από απρόοπτα να ήταν και όλη η ζωή του. Ολες οι δυσκολίες της δεν αρκούσαν για να τον κάνουν να μην τη χαίρεται. Την έζησε με αξιοζήλευτο τρόπο καθώς χάρηκε ό,τι περισσότερο του άρεσε.
Βιβλίο
Πρέπει να του έκανα καλή εντύπωση όταν γνωριστήκαμε γιατί όταν παρουσίασε το βιβλίο του στην Αθήνα μου ζήτησαν με τη Μαρία να το παρουσιάσω. Σε εκείνη την παρουσίαση μιλήσαμε πολύ θυμάμαι για πολλές από τις αγάπες του – μια από τις οποίες ήταν κι ο Αρης. Αυτόν του μπάσκετ που έγραψε τη δεκαετία του ’80 μια από τις εντυπωσιακότερες αθλητικές ιστορίες της χώρας ο Μπουτάρης τον χρηματοδότησε γενναία χωρίς ποτέ να θελήσει να καρπωθεί κάτι από τη λάμψη του. Σε εκείνη την παρουσίαση θυμάμαι ότι ήταν δίπλα μου και ο καλός συνάδελφος Παναγιώτης Μένεγος που είχε τονίσει ότι τα χρήματα που είχε ξοδέψει ο Μπουτάρης για τον Αρη ήταν πολλά και ότι κανείς ποτέ δεν έμαθε πόσα ακριβώς. Ο Μπουτάρης, που ήταν και σόουμαν όπως όλοι οι καλοί αφηγητές, έβγαλε από την τσέπη του ένα μπλοκάκι και μας διάβασε το ακριβές νούμερο – ήταν τεράστιο για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’80, αλλά δεν μας το είπε για να μας εντυπωσιάσει για τη γενναιοδωρία του: μας το είπε για να επισημάνει ότι στη ζωή έχει μάθει να πληρώνει (ποικιλοτρόπως…) τις αγάπες του – ίσως και τις τρέλες του. «Εχω εδώ γραμμένα τα πάντα και αναλυτικά» μας είπε. «Ξέρω τα χρήματα που έδωσα στον Ιωαννίδη, στον Γκάλη, ακόμα και τα ακριβή ποσά που στοίχισε η μεταγραφή του Γιαννάκη. Τα κρατάω ως απόδειξη για το ότι δεν είμαι τρελός: ήξερα τι έκανα. Και ήξερα ότι ποτέ δεν θα τα πάρω πίσω. Δεν τα θυμάμαι με παράπονο αλλά με λίγη υπερηφάνεια. Θέλω να θυμάμαι ποια ακριβώς συμμετοχή είχα σε κάτι μεγάλο».
Θεσσαλονίκη
Μίλησα αρκετές φορές στη συνέχεια με τον Γιάννη Μπουτάρη – τελευταία φορά είχαμε πιει καφέ στη Θεσσαλονίκη για την οποία πάντα ανησυχούσε. Το είδος της σχέσης του με εκείνο τον Αρη με έκανε να τον βλέπω ως ένα είδος οραματιστή – η διαφορά με αυτό που συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα είναι ότι ο Μπουτάρης αναλάμβανε το κόστος των οραμάτων του. Δεν αναφέρομαι σε χρήματα, αλλά και σε ένα συναισθηματικού κόστους που δεν μετριέται και που πάντα ήταν ανιδιοτελές. Δείτε π.χ. την εμπλοκή του με τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με τα δημοτικά σε μια ηλικία που οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν συνήθως την ησυχία τους. Δεν σκέφτηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει το αξίωμα του δημάρχου για να γίνει σε όλους αρεστός ποντάροντας ότι έτσι θα αποκτήσει μια προσωπική υστεροφημία που θα τον καθιστούσε ένα είδος αγαπητού επιχειρηματία όπως είναι οι εθνικοί μας ευεργέτες π.χ. για τους οποίους φροντίζουμε δρόμοι να παίρνουν το όνομά τους. Ο Μπουτάρης είχε πάντα τον δικό του τον δρόμο: διοίκησε χωρίς να αποφύγει τις ρήξεις, πόνταρε στο πώς θα ανοίξει τη Θεσσαλονίκη θεωρώντας την παραδοσιακή της εσωστρέφεια πρόβλημα και ήθελε μια πόλη πρωταγωνίστρια – όπως ήταν κάποτε ο Αρης του. Πέτυχε πολλά. Κυρίως η περίπτωσή του ήταν η απόδειξη πως υπάρχουν ακόμα και στην Ελλάδα άνθρωποι που είναι έτοιμοι να καταθέσουν την επιχειρηματική τους γνώση για τη διοίκηση, άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να βλέπουν ευκαιρίες έχοντας στο μυαλό τους το πώς θα τις εκμεταλλευτούν υπέρ ενός γενικότερου καλού. Σε αυτό το γενικό καλό έδινε τον δικό του ορισμό: σημασία έχει πως αυτό ήταν ο στόχος του.
Δαίμονες
Ο Μπουτάρης δεν έκρυβε ποτέ τις περιπέτειές του, τα πάθη του, τους δαίμονες με τους οποίους αναμετρήθηκε όπως ο αλκοολισμός π.χ. Δεν το έκανε όμως για να δώσει συμβουλές ή για να σε κάνει να παραδειγματιστείς: το έκανε για να σου δείξει πόση σημασία έχει να επιμένεις και να έχεις στο μυαλό σου ότι η επιμονή είναι ένα εργαλείο για να φτάσεις εκεί που θες. «Η ίδια η ζωή είναι ένας τρύγος που σε μαθαίνει να έχεις υπομονή. Στον τρύγο διδάσκεσαι ότι υπάρχουν καλές και κακές χρονιές. Για τις καλές αξίζει να υπομένεις» έχει πει.
Αγάπη
Πού έφτασε ο Γιάννης Μπουτάρης; Πάντα πίστευα ότι έφτασε όπου η καρδιά του ήθελε. Η όλη του δραστηριότητα ξεπερνά τα στενά σύνορα της επιτυχίας. Υπήρξε επιτυχημένος επιχειρηματίας, επιτυχημένος δήμαρχος, επιτυχημένος Ελληνας γενικώς, αλλά παραδόξως δεν είναι αυτές οι επιτυχίες που τον καθόρισαν και τον έκαναν πάντα γοητευτικό. Η γοητεία του είχε να κάνει με την απόλυτη χειροπιαστή ανθρωπιά του. Ο Μπουτάρης ήταν γοητευτικά απλός μέσα στην πολυπλοκότητά του: υπήρξε ένας δήμαρχος με τατουάζ, ένας επιχειρηματίας με σκουλαρίκι, ένας λάτρης του κρασιού που δεν έπρεπε όμως να πίνει, ένας παράγοντας που χρηματοδότησε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ελλάδας χωρίς κανείς καλά – καλά να το ξέρει, ένας υπέροχος συνομιλητής που δεν είχε άποψη (όπως όλοι μας σε αυτή τη χώρα), αλλά γνώση. Και ήταν συγχρόνως παρά τις περιπέτειές του κι ένας υπέροχος πατέρας – τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Καμάρωνε για τα παιδιά του στα οποία κληρονόμησε πολλά από τα προτερήματά του, μεταξύ των οποίων και την αγάπη για το επιχειρείν. Κι έχει δίκιο που καμαρώνει: στον Μιχάλη και στον Στέλιο τα συλλυπητήριά μου. Ως παρηγοριά για την απώλεια θυμίζω πως τον πατέρα τους δεν θα τον ξεχάσουμε.