Επαφών συνέχεια, διάλογος πότε;

Η συνεχιζόμενη προσέγγιση επαφών και ανοικτών διαύλων μεταξύ των ηγετών και των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών εν μέσω των «ήρεμων νερών» είναι θετικό σημάδι για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες. Αυτή η συγκυρία πρέπει να αξιοποιηθεί, αφού η Ελλάδα έχει θέσει το ειρηνικό περιβάλλον ως προϋπόθεση ενός διαλόγου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν μικροεντάσεις, όπως το περιστατικό της Κάσου. Ωστόσο τέτοια συμβάντα δεν ανέτρεψαν το θετικό κλίμα, παρότι κάποιοι προσπάθησαν να τα παρουσιάσουν ως επεισόδια αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η Διακήρυξη των Αθηνών του 2023 ενισχύει τη διάθεση διαλόγου.

Παίζει σημαντικό ρόλο ο χρόνος που οι δύο ηγέτες θα ζητήσουν από τους υπουργούς Εξωτερικών να διερευνηθεί εάν υπάρχει κοινό έδαφος, όσον αφορά την επίλυση του ζητήματος για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ. Την εντολή θα υλοποιήσουν στις λεπτομέρειές της οι δύο υφυπουργοί στον πολιτικό διάλογο. Στη φάση αυτή ο διάλογος θα εστιάσει σε δύο κεντρικά σημεία. Πρώτον, εάν υπάρχει συναίνεση για διαπραγμάτευση οριοθέτησης και δεύτερον εάν μπορεί να συμφωνηθεί ένα πλαίσιο αρχών και κανόνων που θα διέπει τη διαδικασία. Στόχος είναι να καταλήξουν οι δύο χώρες στον τρόπο λύσης του χρονίζοντος αυτού ζητήματος. Παρά τις δυσκολίες, δεν θεωρείται ακατόρθωτο. Εάν μάλιστα υπάρχει πολιτική βούληση, η διπλωματία και η εμπειρογνωμοσύνη με τη δεξιότητά τους είναι δυνατόν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις.

Οι συνθήκες σε αυτή τη φάση είναι ευνοϊκές και η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί. Ακόμη και εάν προκύπτουν διαφωνίες, οι δυο χώρες δεν πρέπει να διακόψουν τον διάλογο. Ο χρόνος προσφέρει τη δυνατότητα να καταβληθούν συνεχείς προσπάθειες για μια εφικτή λύση. Παρά τις διαφωνίες, πρέπει να συνεχιστεί η ανταλλαγή απόψεων και προτάσεων επίλυσης έστω με διαλείμματα. Να συνεχίσουν τον διάλογο ακόμη και εάν οι διαφωνίες είναι αγεφύρωτες. Η διακοπή του διαλόγου δεν αποτελεί λύση ούτε για εσωτερική κατανάλωση. Δυσκολία δεν σημαίνει ότι οι διαφωνίες είναι αξεπέραστες, όσο υπάρχει πολιτική βούληση για λύση.

Η αναφορά στο αρνητικό παρελθόν και η προσκόλληση σε απορριπτικά διλήμματα, όπως το εάν πρέπει να ξεκινήσει διάλογος, μιας και δεν συμφωνούμε με τα θέματα που θέτουν οι Τούρκοι, ή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή ή ότι συρόμαστε σε έναν διάλογο με παγίδες, εμποδίζουν την προοπτική ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Παραπέμπουν δε σε ακινησία και διαιώνιση των εκκρεμοτήτων. Αντί να ανοίγουμε δρόμο στην επίλυση, εγκλωβιζόμαστε σε έναν κύκλο αδιεξόδων. Υπάρχει επίσης διάχυτη η αντίληψη ότι ο διάλογος συνεπάγεται δέσμευση και υποχωρήσεις. Ενώ στην πραγματικότητα δεσμεύσεις προκύπτουν μόνον όταν υπάρξει συμφωνία αποδεκτή από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ο διάλογος είναι μια διαδικασία ανταλλαγής προτάσεων / επιλογών με στόχο την επίτευξη συμφωνίας. Είναι το πρώτο βήμα για τη σύναψη συμφωνίας ή συνυποσχετικού δικαστικής παραπομπής, προκειμένου να κατοχυρωθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ.

Από το 2002 στις διερευνητικές συνομιλίες η Τουρκία έθεσε στο τραπέζι το σύνολο των θεμάτων της. Ωστόσο η ελληνική αντιπροσωπεία με επιμονή στον διάλογο και προσπαθώντας να εκλογικεύσει τις τουρκικές απαιτήσεις κατάφερε να περιορίσει την ατζέντα στη μείζονα καθ’ ημάς διαφορά, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Εξάλλου υπήρχε η κοινή αντίληψη ότι εάν επιλυόταν αυτό το ζήτημα, τα υπόλοιπα θα υποχωρούσαν. Πρόκριμα βέβαια για την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση ήταν και εξακολουθεί να είναι η οριστικοποίηση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Το εύρος της κρίνει το ωφέλιμο της περιοχής υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ προς οριοθέτηση. Τυχόν επέκταση στα 12 ν.μ. της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο καθιστά τη διαπραγμάτευση ατελέσφορη.

Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου