Η αγορά ενός σπιτιού

Στην κυβέρνηση – όχι μόνο την ελληνική – ψάχνουν διδάγματα από την εκλογή Τραμπ. Αν αντιλαμβάνομαι καλά, έχουν εντοπίσει το πρόβλημα των Δημοκρατικών στο μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα που καταγράφηκε για όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες την τελευταία τριετία, με αποτέλεσμα την άνετη επικράτηση Τραμπ που έσπευσε να επωφεληθεί, με συγκεκριμένες υποσχέσεις ενίσχυσής του. Πρόκειται για μια παρατήρηση που συνοδεύεται από την εκτίμηση, ότι εδώ στην Ελλάδα με τα κάθε λογής… pass από την πανδημία και μετά, το διαθέσιμο εισόδημα κρατήθηκε έστω και οριακά σε θετικό έδαφος.

Στην κυβέρνηση αν επιλέξουν να σταθούν σε αυτό το θετικό για αυτούς εύρημα, θα χάσουν κάτι άλλο, που φαίνεται ότι μέτρησε πολύ στις ΗΠΑ και μετράει περισσότερο σε αυτή τη φάση της οικονομίας, που ξεφουσκώνει ο πληθωρισμός, στην Ελλάδα. Ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πράγματι ως μέρος μιας αντίδρασης για το κόστος ζωής, μέρος της οποίας όμως είναι και το δυσβάσταχτο κόστος στέγασης. Οι υψηλές τιμές των κατοικιών και τα υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων οδήγησαν στον αποκλεισμό του ενός τρίτου των αμερικανών πολιτών από το όνειρο ιδιοκτησίας ενός σπιτιού. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα, όπου αγαπάμε ακόμα πιο πολύ την ιδιοκατοίκηση, είναι πολύ υψηλότερο. Ενδεχομένως μόλις το ένα τρίτο των πολιτών στην Ελλάδα να έχει αυτή την ώρα πρόσβαση στην αγορά κατοικίας. Ισως και λιγότερο. Με την εξέλιξη των τιμών ενός διαμερίσματος (αυξάνονται κάθε μήνα) και τη διατήρηση των αυστηρών μνημονιακών πιστωτικών κριτηρίων από πλευράς των τραπεζών το ποσοστό των Ελλήνων που μπορούν να αγοράσουν ένα σπίτι μειώνεται ακόμα περισσότερο. Και αυτό προκαλεί δυσφορία. Πολίτες, νέες οικογένειες, μια ολόκληρη γενιά, τη στιγμή που θέλουν να κάνουν «εικόνα» τη βελτίωση της ζωής τους, έπειτα από χρόνια κρίσης και αναποδιών, παραμένουν αποκλεισμένοι από την πρόσβαση στην αγορά κατοικίας.

Αυτό είναι το στοίχημα και για τη νέα διακυβέρνηση Τραμπ, ο οποίος το «έπιασε» σωστά και αυτό το θέμα, υποσχόμενος ότι θα μειώσει τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στο 3% ή και χαμηλότερα, από το περίπου 7% που βρίσκονται στις ΗΠΑ σήμερα. Το πώς θα το καταφέρει αυτό όλοι το φανταζόμαστε. Ηδη σε πρόσφατη ερώτηση ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των ΗΠΑ, ο αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης Πάουελ ή ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, ο ίδιος δεν έκρυψε την προτίμησή του στον συμπατριώτη του τραπεζίτη, δείχνοντάς τον ως υπεύθυνο για την αργή μείωση των επιτοκίων.

Αυτό όμως είναι το στοίχημα και για την ελληνική κυβέρνηση. Καλό το πρόγραμμα «Σπίτι μου» με κονδύλια πολλά ευρωπαϊκά, αλλά αφορά λίγους, τη στιγμή που οι ανάγκες είναι μεγάλες. Η κυβέρνηση για πολλά χρόνια ασχολείται με το θέμα των παλιών δανείων, που άλλα πληρώθηκαν, άλλα διευθετούνται και άλλα μετά το κοκκίνισμά τους χάθηκαν. Παράλληλα ενίσχυσε τις αγοραπωλησίες και μαζί και τις αξίες, με το εύκολο επενδυτικό χρήμα, το οποίο έσπευσε να επωφεληθεί από την έκρηξη των ενοικίων. Πλέον ήρθε η ώρα να ανοίξει τη μεγάλη συζήτηση, για το πώς θα ανοίξει την αγορά κατοικίας και στεγαστικών δανείων στους σημερινούς εργαζομένους που θέλουν να στεγάσουν τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Ολοι αυτοί νιώθουν απογοήτευση, καθώς οι καλές μέρες που περνούν στον εργασιακό τους βίο δεν έχει αντανάκλαση στις συνθήκες στέγασής τους, που συνεχώς χειροτερεύουν. Αν δεν αλλάξει κάτι, αυτή η απογοήτευση θα γίνει θυμός, σαν αυτόν στις ΗΠΑ, που συνέβαλε στην εκλογή Τραμπ.