Η Αμερική έχει χάσει ήδη τις εκλογές

Και σχεδόν ξαφνικά, το κακό που συζητάμε καιρό τώρα, το βλέπεις μπροστά σου. Ξέραμε ότι τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία είχε πάψει να εξαπλώνεται στον πλανήτη, ενώ παράλληλα τραυματιζόταν στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών κυρίως λόγω της ανόδου ακροδεξιών κομμάτων και αντιλήψεων. Το είχαμε διαπιστώσει στην ίδια την Αμερική όταν το 2016 έγινε πρόεδρος μια σχεδόν πολιτική καρικατούρα, η ίδια που την επόμενη εβδομάδα μπορεί να ξανακερδίσει τις εκλογές. Που σημαίνει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν ένα περαστικό συγκυριακό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα της βαθύτερης ασθένειας που πλήττει την αμερικανική δημοκρατία και κοινωνία. Πόσω μάλλον, που οι αντίπαλοί του είχαν μια αξιοπρεπή θητεία και ασφαλώς πολύ καλύτερη από τη δική του. Η προεδρία Τζο Μπάιντεν τα πήγε καλά διαπιστώνουν έγκυροι αναλυτές, και η εκλογική παρουσία της Κάμαλα Χάρις ξάφνιασε θετικά και αναπτέρωσε τις ελπίδες των Δημοκρατικών.

Το εκλογικό αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Ασφαλώς υπάρχει μια τεράστια διαφορά να ξυπνήσει η Αμερική και ο Κόσμος με πρόεδρο τη Χάρις και όχι τον Τραμπ. Ας μην αφεθούμε στους εφησυχασμούς. Ακούγεται το επιχείρημα ότι μια νέα θητεία Τραμπ δεν θα είναι καταστροφική όπως δεν ήταν και η πρώτη. Ομως η πρώτη θητεία του συνέπεσε σε ήρεμη σχετικά περίοδο με εξαίρεση το τέλος της όταν ξέσπασε η πανδημία του Covid, που έπληξε ιδιαίτερα τις ΗΠΑ καθώς ο πρόεδρος Τραμπ συνέστηνε στον κόσμο να πίνει χλωρίνη. Τώρα η διεθνής κατάσταση έχει επιδεινωθεί επικίνδυνα για να τη χειριστεί ένας απρόβλεπτος, ασυνάρτητος και εγωπαθής πρόεδρος. Υπάρχει επίσης και το παρόμοιο επιχείρημα ότι η Αμερική έχει σταθερούς θεσμούς και ένα «βαθύ κράτος» που εγγυάται τη συνέχεια των βασικών επιλογών. Αδύναμο επιχείρημα. Από τη μια, γιατί οι διαφορές πολιτικής σε μείζονα ζητήματα είναι σημαντικές (π.χ. στα θέματα Ουκρανία, Ιράν, κλιματική αλλαγή) και από την άλλη, γιατί ο ίδιος ο Τραμπ έχει προειδοποιήσει ότι «τη δεύτερη φορά θα είναι διαφορετικά» και έχει ετοιμαστεί αναλόγως με βασικό στόχο να συντρίψει όπως λέει τον «εσωτερικό εχθρό» και να κατακυριεύσει τους κρατικούς θεσμούς.

Πέρα όμως από τους κινδύνους που γεννά η ενδεχόμενη επικράτηση του Τραμπ, αυτό που είναι εξαιρετικά απογοητευτικό είναι η γενική εικόνα της αμερικανικής πολιτικής και κοινωνίας. Μιλάμε για την ισχυρότερη χώρα του Κόσμου, στρατιωτικά ασυναγώνιστη, με το δολάριο να λειτουργεί ακόμα σαν παγκόσμιο νόμισμα, μίλια μπροστά στην τεχνολογική πρόοδο και στην καινοτόμα επιχειρηματικότητα, με τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Μια χώρα που λίγες δεκαετίες πριν φάνταζε σαν υπόδειγμα φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σήμερα αντιθέτως, αποκαλύπτεται πολιτικά και πολιτισμικά άκρως προβληματική. Μια πολιτική ζωή πολωμένη μεταξύ δύο αντίπαλων στρατοπέδων που δεν επικοινωνούν, που το καθένα ζει στη δική του πραγματικότητα, απορρίπτοντας ολοσχερώς την πραγματικότητα του αντίπαλου. Κάθε στρατόπεδο συσπειρώνεται και εκφράζεται μέσα από τα δικά του μέσα κοινωνικής δικτύωσης – κινείται και συνομιλεί μέσα στη δική του «επικοινωνιακή φούσκα» όπως λέγεται. Παράγεται έτσι μια συναισθηματική φόρτιση της πολιτικής διαμάχης που υπερακοντίζει το πραγματικό μέγεθος των διαφορών επί των συγκεκριμένων ζητημάτων. Η ρητορική της οργής, της εχθροπάθειας, του φόβου, των φοβιών, φθείρει τις πολιτισμικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις της δημοκρατίας, και περιορίζει τις ελάχιστες κοινές παραδοχές που είναι αναγκαίες για να διατηρείται η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στην εκλογική διαδικασία. Οι δόσεις ανορθολογισμού, συνωμοσιολογίας και «μετα-αλήθειας» στην κομματική αντιπαράθεση αυξάνονται κατακόρυφα, καθώς μάλιστα το τραμπικό στρατόπεδο έδειξε ιδιαίτερη ικανότητα να αναμοχλεύει τα μισαλλόδοξα και φοβικά ένστικτα της «βαθιάς» Αμερικής και της συντηρητικής Δεξιάς. Μας είχε προειδοποιήσει ο σπουδαίος αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας: στην καρδιά της Νεωτερικότητας αντιπαλεύει η αναπτυγμένη τεχνολογία και η πρωτόγονη πνευματικότητα, ο ορθολογισμός και ο ανορθολογισμός.

Είναι σαφές ότι ερμηνείες του τύπου ο τραμπισμός εκφράζει τον αντισυστημισμό ή την αντίθεση των λαϊκών στρωμάτων στις ελίτ, απλοποιούν και στρεβλώνουν την εικόνα. Οι αντιπαραθέσεις και οι διαιρετικές τομές, ταξικά και πολιτισμικά, είναι πολύ πιο σύνθετες. Προκύπτουν από ιστορικών διαστάσεων μετασχηματισμούς, μιας εποχής που έχει παρέλθει, χωρίς η σημερινή να έχει εγκαταστήσει νέες συνέργειες και νέες ισορροπίες. Ο παγκοσμιοποιημένος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός προκάλεσε μαζική επισφάλεια στις εργαζόμενες τάξεις και τα μεσαία στρώματα των δυτικών κοινωνιών. Η παγκοσμιοποίηση αποδιαρθρώνει τους θεσμούς και τις ασφάλειες που παρείχε το έθνος-κράτος χωρίς να μπορέσει να τις αναπληρώσει με ισχυρές υπερεθνικές ταυτότητες. Η φιλελεύθερη δημοκρατία υφίσταται ταυτόχρονα πλήγματα από δύο αντίθετες πλευρές: είτε από την πολιτική απόσυρση, είτε από τις λαϊκιστικές εκρήξεις.

Αυτά είναι φαινόμενα που διαπιστώνουμε περισσότερο ή λιγότερο σε όλες τις αναπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες, της Ευρώπης περιλαμβανομένης. Η Αμερική όμως λόγω της ισχύος της και του διεθνούς ρόλου της, έχει το δικό της βάρος και τα ιδιαίτερα προμηνύματά της.

Κάτι ίσως καινούργιο, φαινομενικά περιθωριακό αλλά συμβολικά ανησυχαστικό, είναι η ανοιχτή στράτευση του Ιλον Μασκ και η έμμεση του Τζεφ Μπέζος στο πλευρό του Τραμπ. Δύο μεγάλα επιχειρηματικά ονόματα της αναδυόμενης εποχής του κατασκοπευτικού καπιταλισμού (Σοσάνα Ζούμποφ, εκδ. Καστανιώτης 2020/2019), της νέας μορφής ψηφιακού καπιταλισμού που διεισδύει πλέον ολοσχερώς στην ιδιωτική μας σφαίρα, συγκεντρώνει και εμπορεύεται κάθε στιγμή της ζωής μας, χωρίς έλεγχο από τους πολιτικούς θεσμούς. Τι θα σημάνει για το μέλλον της Δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών η συμπόρευση τέτοιων νέων παντοδύναμων ομίλων με πολιτικές εξουσίες τύπου Τραμπ;

Το βασικό όμως πρόβλημα θα εκδηλωθεί στη διεθνή πολιτική, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα, αλλά τη μορφή που θα πάρει ο Κόσμος στο ορατό μέλλον. Ασφαλώς είμαστε πολύ μακριά από την εποχή της μεταπολεμικής αμερικανικής ηγεμονίας, ήδη από τη δεκαετία του 1970, συζητάμε το περίφημο «τέλος του αμερικανικού αιώνα» – χοντρικά του 20ού αιώνα. Και πράγματι, η μεταφορά ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή, και η ανάδυση της Κίνας, είναι αναμφισβήτητες. Εξίσου όμως αναμφισβήτητο είναι ότι η Αμερική χωρίς να είναι πια ηγεμονική, παραμένει η «απαραίτητη δύναμη» που θα πρωταγωνιστεί στη διεθνή σκηνή.

Ο σημερινός πολυκεντρικός Κόσμος έχει γίνει ασταθής και αυξανόμενα συγκρουσιακός. Η δημοκρατική Δύση χρειάζεται τη δημοκρατική Αμερική ώστε να μείνει ισχυρή και ενωμένη, να αποτρέψει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο και παράλληλα να στηρίξει ένα νέο κύμα διάδοσης των δημοκρατικών θεσμών στον πλανήτη. Ομως η Αμερική του Τραμπ, η βαθύτερη αντίληψη και η νοοτροπία της, κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση και η επανεκλογή του θα εισαγάγει μια «τρελή μεταβλητή» στο διεθνές σύστημα. Μονομέρεια και οξύτητα, επιλεκτικά deals αντί κανόνες, υπονόμευση της ενότητας της Δύσης, βαθύ ρήγμα μεταξύ της ισχύος και των δημοκρατικών αξιών στη διεθνή παρουσία της Αμερικής.

Η επόμενη εβδομάδα είναι κρίσιμη για την Αμερική και για τον πλανήτη όλον. Αλλά είπαμε, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αν όμως διαψευστεί, Welcome to a Brave New World.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο