Ο κ. Κασσελάκης πέραν της φρεσκάδας και της σοσιαλμιντιακής ευρηματικότητας δεν έχει συνοχή, ούτε ευκρίνεια στην πολιτική του αφήγηση. Αν προσπαθήσει κανείς να βρει στον λόγο του τα πολιτικά προεξάρχοντα, μάλλον θα συναντήσει τα σχήματα και τη δομή διαφημιστικού κειμένου με πολιτική περιβολή, παρά μια συντεθειμένη πολιτική κατασκευή. Ισως θα μπορούσε να πει κανείς «τα διαθέτουν οι άλλοι, ώστε να απαιτούνται από τον επήλυδα»; Το αφήνουμε.
Φαίνεται επίσης ότι δεν έχει ευκολία στις συνεργασίες του. Ακούει τελικά αυτό που λέει ο ίδιος και όχι αυτό που διατυπώνει ο συνομιλητής του. Βιάζεται, κάνει λάθη και μετά κάνει άλλα λάθη, για να διορθώσει τα προηγούμενα. Λαμπρό παράδειγμα ο χειρισμός του Παύλου Πολάκη και της Αθηνάς Λινού, μια αντιφατική ρήξη, που έφερε το ντόμινο ρήξεων και ευκαιριακών συμμαχιών. Επίσης και παρά τους ισχυρισμούς των (εναλλασσόμενων) παλατιανών του, δεν νομίζω ότι μαθαίνει εύκολα, μπορεί όμως να υποδύεται με ευχέρεια τον προσεκτικό μαθητή. Το σημαντικότερο στοιχείο της όποιας ισχύος και διεισδυτικότητάς του είναι ότι δεν συνδέεται με το πρόωρο γήρας του παραδοσιακού ΣΥΡΙΖΑ. Εντούτοις, εξελέγη, δεν επιβλήθηκε, ούτε εγκαταστάθηκε πραξικοπηματικά. Μάλιστα με διαδικασίες που είχαν συλλογικά αποφασιστεί. Η «ψήφος του δίευρου» όπως την περιγράφουν απαξιωτικά αυτοί που την προώθησαν, εγκρίθηκε μαζικά από το (τότε) κόμμα, ως εκλογική μέθοδος, αλλά όταν δεν άρεσε το αποτέλεσμα (στην περίπτωση Κασσελάκη δηλαδή), ανετράπη διοικητικά, γραφειοκρατικά, το αποτέλεσμα της εκλογής. Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό ότι επειδή δεν μπορούσαν να αποκαθηλώσουν πολιτικά τον κ. Κασσελάκη (συνεχίζοντας την παραδοσιακή πολιτική αφλογιστία και νωθρότητα), απλώς τον ανέτρεψαν μέσα από διοικητικές πράξεις μιας «face control» γραφειοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η δημόσια επίκριση προς το πρόσωπό του περιοριζόταν σε μια φτωχή κακολογία ή και υβρεολόγιο. Στις αντιφάσεις, αοριστολογίες και αερολογίες του, αντέτασσαν ύβρεις. Ευρηματικότητα!
Αυτά ήταν ενδεικτικά της απίστευτης ιδεολογικοπολιτικής καχεξίας του χώρου και σύνδρομα στοιχεία μιας περαιτέρω κατάρρευσης των ποσοστών και της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αλήθεια πόσο μπορείς να πείσεις τον κόσμο, τον ακροατή, τον θεατή, ότι όλο αυτό το τραγικό συνεδριακό φαινόμενο αποτελούσε το αναγκαίο στάδιο μιας μεγάλης κομματικής, παραταξιακής επανόρθωσης; Πόσο εξυγιαντικό φαινόμενο μπορεί να είναι, αυτός ο αμυντικός τραγέλαφος, έναντι του υπαρκτικού προβλήματος του ΣΥΡΙΖΑ; Η εξαμβλωματική κατάσταση, άραγε, πείθει κάποιον από τους μπαρουτοκαπνισμένους, υπομονετικούς και συντετριμμένους ψηφοφόρους;
Η αυτοαναφορικότητα της κομματικής γραφειοκρατίας είναι δεσμευτική, δεν επιτρέπει την πρόσληψη της μεγάλης κοινωνικής εικόνας. Γιατί το έπος δεν είναι να καταφέρεις να πετάξεις με τις γραφειοκρατικές κλωτσιές, αντί να αποκαθηλώσεις πολιτικά, έναν εκλεγμένο ανεπιθύμητο, αλλά το σημαντικό και κατά τη γνώμη μου, αμετάκλητο, είναι η βίαιη αποεγγραφή: ο ΣΥΡΙΖΑ σβήνει με βία τον εαυτό του, το ίχνος του. Περνάνε τα συνεργεία του δήμου και σκουπίζουν την πλατεία μετά τη θριαμβευτική αυτοβύθιση.
Η μεγαλύτερη συνδρομή στο εγχείρημα του κ. Κασσελάκη είναι ότι με την αήθη αποκαθήλωσή του και συνεδριακή εξέλκωση, κατάφεραν να κρύψουν πίσω από την εικόνα του «διωκόμενου» την ανεπάρκεια και μεγαλομανία (και να υπογραμμίσουν τη δική τους μετριότητα). Η χοντροκομμένη και ενίοτε τυχοδιωκτική συμπεριφορά δεν μπορεί να λειτουργήσει με τους όρους ιδεολογίας, αλλά μόνο με όρους συναλλαγής. Η αφαίρεση των πολιτικών χαρακτηριστικών και οριοθετήσεων, η σύγκρουση μόνο στη διεκδίκηση της κομματικής εξουσίας, αποτελεί απόδειξη της ανεπάρκειας να υπερασπιστούν το όποιο κυβερνητικό έργο, να δημιουργήσουν νέους όρους αντιπολίτευσης, να υποστηρίξουν αυτό που συμβολαιακά δεν τους ανήκει, αλλά το διακρατούν, δηλαδή τη διακυμαινόμενη έννοια της ιστορικής Αριστεράς. Καταφέρνουν να ωραιοποιήσουν και προικοδοτήσουν τον εσωτερικό αντίπαλό τους, πιθανόν και εξαφανιζόμενοι. Στάχτη.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ