Η κατάρρευση των παραδοσιακών διαχωριστικών γραμμών

Υπήρχαν πολιτικές παραδοχές που πλέον βιώνονται ως οξύμωρες καταστάσεις. Μέχρι πρόσφατα ξέραμε ότι μια μερίδα των πολιτών ήταν υπέρ της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ταυτόχρονα κατά της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. (Λόγω χώρου απλοποιώ το «μοντέλο»). Απέναντι υπήρχαν τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν άλλες προτεραιότητες και αρχές, σχεδόν τις αντίθετες. Αυτοί οι δύο κόσμοι ήταν σαν δύο στεγανά «πακέτα» και ξέραμε τι είχε μέσα το κάθε ένα. Π.χ., δεν θα επέλεγε κάποιος ταυτόχρονα τη δημοκρατία και τον ρατσισμό, όπως δεν θα υποστήριζε τον Χίτλερ και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αν όμως ορίσουμε τη δημοκρατία ως ένα ελεύθερο κοινοβουλευτικό  σύστημα όπου η κοινή γνώμη είναι σεβαστή, τι σύστημα θα έχουμε αν αυτή η πλειοψηφία είναι ξενοφοβική; Ξέρουμε ότι οι δημοκρατίες πρέπει να αναγνωρίζουν και τα (ανθρώπινα) δικαιώματα των μειονοτήτων. Το να χαρακτηρίσουμε αυτήν την κοινωνία μη δημοκρατική είναι η εύκολη προσέγγιση. Το δίλημμα είναι, στην πράξη τι θα πρέπει να γίνει; Θα αναγνωρίσουμε το δικαίωμα της χώρας να πορεύεται όπως θέλει ο «λαός» της; Αν ναι, τότε νομιμοποιούμε την ξενοφοβία, αν όχι δεν αναγνωρίζουμε την πλειοψηφική κοινή γνώμη.

Αυτήν την οξύμωρη κατάσταση, που θυμίζει τα σοφίσματα των Αρχαίων, τη βλέπουμε σε χώρες όπου η δημοκρατία δεν αμφισβητείται. Στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, π.χ., η ξενοφοβία εκδηλώνεται ως αντιμεταναστευτικό ρεύμα. Οι επικλήσεις ότι η πολυπολιτισμικότητα κινδυνεύει, ότι ορισμένα δικαιώματα πρέπει να γίνονται σεβαστά, ότι υπάρχουν θεσμοί και διεθνείς αρχές και συμβάσεις και οι υπενθυμίσεις των δεινών των αυταρχικών καθεστώτων δεν συγκινούν. Οι ψηφοφόροι ψάχνουν για έναν ισχυρό ηγέτη που θα λύσει το πρόβλημα με πυγμή και άμεσα. Το όλο φαινόμενο κάποτε χαρακτηρίζεται και ως λαϊκισμός.

Συχνά γίνεται λόγος για δεξιά και ακροδεξιά στροφή. Πάντως το κοινοβουλευτικό καθεστώς δεν αμφισβητείται. Δεν βλέπουμε την αναβίωση του φασισμού ή του ναζισμού. Πιότερα φαίνεται μια αναζήτηση για μια διαφορετική αντίληψη της κοινωνίας: πιο συμπαγής και πιο εθνικά και πολιτισμικά ομοιόμορφη. Μπορεί τα έθνη-κράτη να μην έχουν ωριμάσει στον βαθμό να δέχονται μεγάλους αριθμούς ξένων. Μπορεί τα οικονομικά προβλήματα να αναγάγουν τους ξένους σε αποδιοπομπαίους τράγους, μπορεί να διαταράχτηκε η καθημερινότητα της κοινωνίας. Θα πρέπει να αφουγκραζόμαστε τους διαμαρτυρόμενους και να τους χαρακτηρίζουμε λιγότερο.

Ο κοινός παρονομαστής του όλου φαινομένου θα πρέπει να είναι ότι οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δημοκρατικών και μη κοινωνιών δεν είναι όπως πριν. Τα περιεχόμενα μέσα στα «πακέτα» έχουν μπερδευτεί. Οι δημοκράτες θέλουν πρωτίστως για τους ίδιους τα ανθρώπινα δικαιώματα! Μπορεί να είναι υπέρ της ελευθερίας αλλά και χωρίς ξένους στη γειτονιά τους. Αλλά και ο μετανάστης άλλαξε: δεν είναι πλέον επαίτης, διεκδικεί δικαιώματα σχεδόν ίσα με τον γηγενή. Οι παλιές κατηγοριοποιήσεις – δημοκράτες και μη, ανθρωπιστές και μη – όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά οξύνουν τις αντιπαραθέσεις. «Για να μείνουν όλα όπως ήταν θα πρέπει να αλλάξουν αυτά που ξέραμε»!

Ο Ηρακλής Μήλλας είναι πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός μηχανικός και μεταφραστής