Γνώρισα τον Γιάννη Μπουτάρη όταν ήταν δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, με αφορμή την υπόθεση των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου, η οποία απασχόλησε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Παθιασμένος με την ανάδειξη των σημαντικών ευρημάτων in situ, πιστεύω πως χάρηκε που είδε την αγαπημένη του πόλη να έχει επιτέλους μετρό χωρίς να ενταφιάσει την ιστορικότητά της, αφού τα σημαντικά ευρήματα που αποκάλυψε η σκαπάνη επανατοποθετήθηκαν και εκτίθενται σαν ένα ζωντανό ανοιχτό μουσείο στα έγκατα της Θεσσαλονίκης.
Εκείνη η πρώτη γνωριμία εξελίχθηκε σε φιλία, την οποία σφυρηλάτησαν η συχνή επικοινωνία μας και η κοινή μας αγάπη για την πόλη. Χαρισματικός συνομιλητής, συνδύαζε πάθος και νηφαλιότητα, στέρεες απόψεις και σεβασμό στον τυχόν αντίλογο. Χαιρόσουν να συζητάς μαζί του ακόμα και αν διαφωνούσες, γιατί πάντοτε άκουγε προσεκτικά, διατύπωνε ρηξικέλευθα επιχειρήματα, γοήτευε με την ένταση της προσωπικότητάς του.
Γι’ αυτό και όποτε ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη για να διδάξω στη Σχολή Δικαστών ή για κάποια ομιλία φρόντιζα να τον επισκεφθώ και απολάμβανα τις συναντήσεις μας. Κυρίως, όμως, ανέπνεα τον άνεμο ελευθερίας που είχε φυσήξει επί δημαρχίας του παρασύροντας προκαταλήψεις και εσωστρέφεια, φέρνοντας στην επιφάνεια το πολυπολιτισμικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, υπενθυμίζοντας την επί αιώνες αρμονική συμβίωση Ελλήνων, Τούρκων και Εβραίων, και υποδεικνύοντας ότι μόνο η συστηματική εργασία μνήμης, η αντικατάσταση της σιωπής από τον λόγο, μπορεί να επουλώσει ένα τραύμα τόσο βαθύ όσο ο αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Η ολοκλήρωση του Μουσείου Ολοκαυτώματος, το οποίο ο ίδιος εμπνεύστηκε, θα είναι το επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας. Στην πρόσφατη κοινή μας επίσκεψη με τον πρόεδρο της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, σκεφτόμουν πόσο κοντά έχουμε φτάσει στην υλοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας του Γιάννη Μπουτάρη και πόσο θα ήθελε να δει το Μουσείο όπως το είχε οραματιστεί, έναν χώρο μνήμης, και συνάμα κέντρο των αξιών της αποδοχής και του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αλλά ο Γιάννης Μπουτάρης, αυτή η πολυδιάστατη προσωπικότητα, ήταν πολλά ακόμη, πολλά περισσότερα. Λάτρευε τη φύση και στεκόταν με θαυμασμό απέναντι στη γονιμότητά της. Εργάστηκε για την προστασία της άγριας πανίδας και της βιοποικιλότητας δημιουργώντας την περιβαλλοντική οργάνωση Αρκτούρος – με παρότρυνσή του μάλιστα υιοθέτησα πριν από δύο χρόνια μια αρκουδίτσα, που είχε το όνομά μου.
Είχα τη χαρά να του δώσω το βραβείο «Βύρων Αντύπας» για την προσφορά του στην προστασία του περιβάλλοντος στην επετειακή εκδήλωση για τα 70 χρόνια από την ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης και να αναφερθώ στο ανεξίτηλο αποτύπωμα που άφησε στο Γιαννακοχώρι, στο Νυμφαίο της Φλώρινας, στη Νάουσα, όχι μόνο με την οινοποιητική του ιδιοφυΐα, αλλά και με τη μεταρρυθμιστική του τόλμη, την αγωνιστική του προσπάθεια για την αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης.
Με συγκίνηση ανακαλώ την επίσκεψή μου στο κτήμα Κυρ-Γιάννη στο Γιαννακοχώρι, όπου με ξενάγησε στις εγκαταστάσεις στις πλαγιές του Βερμίου, σ’ ένα τοπίο ειδυλλιακό, ανάμεσα σε εργαζομένους που τον λάτρευαν, και με το Μπλε τρακτέρ της Αθηνάς, όπως μου εξομολογήθηκε, να δεσπόζει στην αυλή, σύμβολο του ριζώματος όλης της οικογένειας στη γη και ευγνωμοσύνης για την ευλογία της καρποφορίας της.
Δεν θα ξεχάσω, λοιπόν, δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω, την αντισυμβατικότητα, την αυθεντικότητα, το χιούμορ του Γιάννη Μπουτάρη, τη δύναμη και την ανθεκτικότητά του, την αξιοσύνη και την τρυφερότητά του. Ηταν ένα παράδειγμα ηγεσίας που σήμερα σπανίζει, γενναιοδωρίας που χαρίζεται αφειδώλευτα, γνησιότητας που αποστρέφεται τα στερεότυπα, πνευματικής και ηθικής ελευθερίας.
Εζησε μια γεμάτη ζωή, προσφέροντας όπου έζησε και απ’ όπου πέρασε. Μπροστά στο κενό που αφήνει η απώλειά του, μόνη παρηγοριά είναι η βεβαιότητα ότι η θετική του αύρα, η ακάματη ενέργεια και η οραματική του δύναμη θα συνεχίσουν να εμπνέουν.