Ο Θανάσης Βαλτινός δεν βρέθηκε ποτέ στη λίστα των στοιχημάτων για το Νομπέλ, αλλά ήταν μια πολύτιμη προσωπικότητα των γραμμάτων και, εξ αυτού, του δημόσιου λόγου. Παρεμβατικός και, ταυτόχρονα, βαθιά λυρικός – με λυρισμό λιτό κι ωμό, σύμφυτο με μια κοινωνία λιτή και ωμή, στην οποία έζησε πολλά χρόνια της ζωής του, η οποία τον διαμόρφωσε και η οποία τον όπλισε με τα λογοτεχνικά τεχνάσματά του.
Ο Θανάσης Βαλτινός ήταν αριστερός: έζησε σε έναν άθλιο κόσμο και ήθελε να τον αλλάξει. Φαίνεται αυτό στην «Κάθοδο των εννιά», στο «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη», στα «Στοιχεία για τη Δεκαετία του ’60»… Αλλά, πολύ σύντομα, έγινε επικριτικός για τα πρόσωπα και τους μηχανισμούς που υπόσχονταν αυτή την αλλαγή – επειδή στην ουσία διάβασε εξουσιαστικές στρατηγικές και εγκληματικό αυταρχισμό. Κι όταν το 1994 δημοσίευσε την «Ορθοκωστά», ένα βιβλίο για ωμά αριστερά εγκλήματα στον Εμφύλιο, η συμπάθεια της Αριστεράς εξανεμίστηκε:
«[…] τον γάζωσαν με μια ριπή. Και τον πέταξαν στο περιβόλι της Ομορφούλας. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει θα τον σκοτώσουν. […] Πήγα εγώ με τη Στέλλα, παιδευτήκαμε, τον βάλαμε σε μια σκάλα. […] Τον πήγαμε στο νεκροταφείο. […] Σκάψανε λάκκο και τον χώσανε μέσα. Σαν σκυλί».
Στην ουσία, ήταν ο πρώτος συγγραφέας που άνοιξε τον δρόμο σε επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την ιστορία του Εμφυλίου (όπως ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης) αναθεωρώντας το κυρίαρχο αφήγημα, την εκδοχή δηλαδή μιας δήθεν ηρωικής και θυσιαστικής Αριστεράς που διώχθηκε δήθεν αναίτια από προδότες και δωσίλογους.
Ως εναργή συνείδηση, επίσης, ανήκει στους λίγους συγγραφείς που, τη δεκαετία της χρεοκοπίας, πήγε απέναντι από τον λαϊκισμό. Σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον γράφοντα («ΤΑ ΝΕΑ», 12/9/2015), μετά το καταστροφικό δημοψήφισμα του 2015, το Τρίτο Μνημόνιο και την κωλοτούμπα, μεταξύ άλλων του ζήτησα να μου φιλοτεχνήσει τη μορφή του Τσίπρα. Μου απάντησε:
«”Κύριος Τσουκαρέλο, εκλεκτός μελωδός”, διήγημα του Πιραντέλο. Τόσο γλυκούλης, το πρόσωπό του “σαν σκαλισμένο σε μοσχοσάπουνο”, το εκμεταλλεύεται αναλόγως, εντελώς σεμνά. […] Αυτή η εικόνα της αγνής παθιασμένης νεότητας. Κακέκτυπο Τσε Γκεβάρα – χωρίς τις απελευθερωτικές αγωνίες εκείνου. Αδειο αριστερό πουκάμισο. Κυνηγός εξουσίας χωρίς αναστολές».
Ηταν η εποχή που, και τότε, ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, συζητιόταν ένα επαναλανσάρισμα του Τσίπρα. Τον ρώτησα αν όντως ο τότε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να «εξελιχθεί σε έναν μετριοπαθή σοσιαλδημοκράτη ευρωπαίο πολιτικό». Μου απάντησε:
«Ο λύκος τρίχα αλλάζει, μυαλό δεν αλλάζει. […] Η σκιά των 15μελών μαθητικών συμβουλίων βαραίνει καταθλιπτικά πάνω στους ώμους του […]. Η έλλειψη ευρύτερης παιδείας επίσης…».
Αλλ’ ο Θανάσης Βαλτινός ήταν πρωτίστως λογοτέχνης. Ενας από την Αρκαδία, ο οποίος μετέφερε τη λιτότητα των παιδικών χρόνων στη λογοτεχνία του, που ήταν προέκταση της ζωής του. Στη διάρκεια αυτής της ζωής έμαθε να διακρίνει την ουσία από τη φλυαρία, το βάθος από τη μύξα της εντυπωσιοθηρίας – γι’ αυτό άλλωστε γελούσε με τις συζητήσεις περί woke κουλτούρας και τις ηχηρές μόδες του καιρού μας. Απεχθανόταν κάθε είδους ηρωισμό, τον θεωρούσε ψεύτικο, κι αυτό προεκτεινόταν στον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τις διάφορες ιδεολογίες. Κι όταν κάποτε, σε μια συνέντευξη, με την Κατερίνα Σχινά, τον ρωτήσαμε αν ένας συγγραφέας σκέφτεται τον δικό του θάνατο, απάντησε:
«Κυρίως τον δικό του θάνατο. Και ξέρει ότι είναι η τελική ήττα».