Αν κάποιος ή κάποια παρακολουθούσε τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα για τη συνάντηση των ΥΠΕΞ Ελλάδας – Τουρκίας θα πίστευε ότι οι δύο χώρες είναι κοντά σε μια συμφωνία. Καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται χωρίς κανέναν – μα κανέναν απολύτως – λόγο από συγκεκριμένες πλευρές της πολιτικής σκηνής και των ΜΜΕ ότι η Αθήνα είναι έτοιμη να αναδιπλωθεί από τις σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που πλέον έχουν μισό αιώνα ιστορίας και να μπει σε μια διαπραγμάτευση με την Αγκυρα όπου θα «ξεπουληθούν» τα ελληνικά συμφέροντα.
Φαίνεται να κυριαρχεί ένας φόβος σε κάποιες πολιτικές και μιντιακές «κοινότητες». Υπάρχουν Ελληνες και Ελληνίδες που σχεδόν τρέμουν την επαφή με την Τουρκία και θεωρούν ότι κάθε επικοινωνία ή συνάντηση αποτελεί προπομπό όχι σκληρής διαπραγμάτευσης αλλά σάλπισμα υποχώρησης. Αυτή η «κουλτούρα» ήττας διατρέχει την ελληνική δημόσια σφαίρα χωρίς να δικαιολογείται ούτε από την Ιστορία ούτε από τον συσχετισμό ισχύος. Ούτε οι ίδιοι οι Τούρκοι – για όσους ξέρουν – δεν έχουν τόσο καλή άποψη για τη διπλωματία τους ή για τις ικανότητες της ηγεσίας τους, και αυτό είναι μια αντίληψη που υπάρχει διαχρονικά. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει υποχωρήσει ποτέ από τις θέσεις που διαμορφώθηκαν ιστορικά και με μεγάλη συναίνεση και έχει αντέξει τις πιέσεις και της Αγκυρας αλλά και των τρίτων που κατά καιρούς εκδηλώνονται. Καλώς ή κακώς – ανάλογα με την ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας – η έλλειψη διαπραγματευτικής ευελιξίας έχει προκαλέσει κόστος στην Ελλάδα, κόστος το οποίο η χώρα πλήρωσε, αλλά πάντως άντεξε.
Η πρόσφατη συνάντηση ήταν – όπως όσοι και όσες έχουν αίσθηση της πραγματικότητας ξέρουν – μια συνάντηση συντήρησης της ιδιότυπης détente των τελευταίων 20 μηνών. Μια «ύφεση» που ήλθε ως αποτέλεσμα της ελληνικής αντοχής στις τουρκικές πιέσεις και εκφοβισμούς και στην εκδίπλωση μιας στρατηγικής που αύξησε κατακόρυφα το κόστος ενός βίαιου τουρκικού διαβήματος.
Είναι γνωστές οι επιδιώξεις της Αγκυρας και πως έχει διευρύνει την ατζέντα των απαιτήσεών της. Αλλά αυτό δεν εξουδετερώνεται με στρατηγικές όπως αυτές της δεκαετίας του 1980, όπου το κόψιμο των γεφυρών επικοινωνίας οδήγησε σε κρίση και στο Νταβός. Η σημερινή συνθήκη είναι απολύτως καλή για τα ελληνικά συμφέροντα. Ηρεμία στο «πεδίο», αύξηση των διμερών συναλλαγών με όφελος για την ελληνική οικονομία, μεταναστευτικές ροές διαχειρίσιμες, και μια συζήτηση επί της διαδικασίας χωρίς την πίεση της συνήθους έντασης.
Προφανώς και μια συμφωνία με την Τουρκία θα είναι ένας αμοιβαία αποδεκτός συμβιβασμός αν επιτευχθεί με διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των προβλέψεων του Δικαίου της Θάλασσας ή ως αποτέλεσμα δικανικής κρίσης. Αλλά είμαστε πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Δυστυχώς.
Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.