Θανάσης Βαλτινός: Αποχαιρετισμός σ’ έναν επιστήθιο φίλο και ομότεχνο

Αν και ο καλός μου φίλος έφυγε πλήρης ημερών και τιμών, προσωπικά θα μου λείψει επώδυνα αφού το κενό της απουσίας του θα είναι δυσαναπλήρωτο. Θα με παρηγορούν όμως όλα όσα συναρπαστικά ζήσαμε μαζί τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίας. Τον ευχαριστώ για τη φιλία του και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και τις εκμυστηρεύσεις που μου έκανε. Για το πόσο εμπλούτισε τη ζωή μου.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θανάσης Βαλτινός (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αθανασίου Σπανού) γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας (στον οικισμό Καράτουλας) στις 16-12-1932 και πέθανε στις 30-10-2024, δηλαδή δυο εβδομάδες πριν κλείσει τα 92 έτη. Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση, αλλά τελικά ασχολήθηκε αποκλειστικά με την πεζογραφία. Υπήρξε όμως και μεταφραστής αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, κριτικός θεάτρου, και σεναριογράφος κινηματογράφου. Συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν καθώς επίσης και με τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ήταν τακτικό μέλος και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών συγγραφέων, καθώς και τακτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων. Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ (1989-1990) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ του έχουν απονεμηθεί πλήθος βραβείων για το συγγραφικό του έργο και τα κινηματογραφικά του σενάρια.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ

Το Βαλτινό, ως συγγραφέα, τον γνώρισα ως φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του ’80, πριν γνωριστούμε προσωπικά, όταν πρωτοδιάβασα το γνωστότερο την εποχή εκείνη βιβλίο του «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη», το οποίο αναφερόταν στα προβλήματα των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική. Το έργο αυτό με επηρέασε καταλυτικά εξαιτίας του τηλεγραφικού του στυλ, του απέριττου ύφους του, με την κατάργηση κάθε καλολογικού στοιχείου που τόσο πολύ ταλαιπώρησε παλαιότερα την ελληνική πεζογραφία. Γι’ αυτό και μαζί με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (του πρώτου διδάξαντα Στρατή Δούκα και δασκάλου του Βαλτινού), το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» υπήρξε πρότυπο ύφους για μένα, ως συγγραφέα, αλλά και για τους φοιτητές μου αργότερα. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ασφαλώς και η θεματολογία του βιβλίου. Το γεγονός δηλαδή ότι αναφερόταν σ’ ένα θέμα που με αφορούσε άμεσα και προσωπικά – εννοώ τη μετανάστευση και τα παρεπόμενά της.

Με το Βαλτινό όμως γνωριστήκαμε κατ’ ιδίαν το 1985 όταν είχε επισκεφτεί την Αυστραλία, καλεσμένος από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, και με την ευκαιρία ήρθε και στη Μελβούρνη για κάποιες διαλέξεις και σεμινάρια στους μεταπτυχιακούς φοιτητές Νεοελληνικών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης. Για την ακρίβεια, η γνωριμία μας έγινε τυχαία στο γραφείο του καθηγητή Στάθη Γκώντλετ (υπεύθυνου Νεοελληνικών Σπουδών) απ’ όπου πέρασα (καθώς τότε εκπονούσα τη διδακτορική μου διατριβή) και μας σύστησε ο Στάθης. Φαίνεται ότι εξαρχής ταιριάξαμε ως χαρακτήρες και δημιουργήθηκε ένα πολύ οικείο κλίμα, με αποτέλεσμα να μιλάμε σα να γνωριζόμασταν από χρόνια. Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι είχαμε κοινά ενδιαφέροντα (τη λογοτεχνία), ίσως και το ότι αμφότεροι ήμασταν Πελοποννήσιοι και μάλιστα «γείτονες» (αυτός από την Αρκαδία, εγώ απ’ τη Λακωνία. Πράγμα διόλου αμελητέο, αφού αυτός διατηρούσε συναισθηματικούς δεσμούς με τη Λακωνία διότι έζησε (με την οικογένειά του) τα γυμνασιακά του χρόνια στη Σπάρτη την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Έκτοτε (από την πρώτη μας γνωριμία στη Μελβούρνη) συνδεθήκαμε με μια μεγάλη, στενή και πολύχρονη φιλία 39 ετών η οποία διήρκησε αδιατάρακτα μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του.

Στη Μελβούρνη τον φιλοξενήσαμε και τον ξεναγήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και όσο επέτρεψε ο σύντομος χρόνος παραμονής του. Γενικά, οι εντυπώσεις του από την Αυστραλία ήταν θετικές ή «αγαθές», όπως συνήθιζε να λέει. Κάναμε αρκετά τσιμπούσια και του άρεσε ιδιαίτερα το αυστραλέζικο κρασί. Προϊόν εκείνης της μοναδικής επίσκεψής του στους Αντίποδες υπήρξε το καταπληκτικό διήγημά του με τίτλο «Πήτερ και Πατ», το οποίο πρωτοδιάβασε στο Ινστιτούτο Γκαίτε στην Αθήνα το Γενάρη του 1987 όπου με είχε καλέσει, και το οποίο συμπεριέλαβε αργότερα στη συλλογή του «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν» (1992).

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

Για μένα ο Βαλτινός, ή καλύτερα ο «Θανασάκης», όπως τον αποκαλούσα χαϊδευτικά, υπήρξε πρωτίστως ένας ιδιαίτερα αξιαγάπητος φίλος και σπάνιος άνθρωπος, και δευτερευόντως ένας πολύτιμος δάσκαλος-μέντορας και αξεπέραστος ομότεχνος. Πάντα απλός, λαϊκός εγκάρδιος, ευγενικός, ήρεμος, ευδιάθετος, και γοητευτικός, σε κατακτούσε με τη χιουμοριστική του διάθεση, το σπιρτόζικο πνεύμα του, τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα του χαρακτήρα του. Και την προθυμία του να εξυπηρετήσει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο σκίστηκε να με βοηθήσει και να με φέρει αμέσως σε επαφή με άτομα της «συντεχνίας» μας που έπρεπε να συναντήσω στην Ελλάδα, όταν ξεκίνησα την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής για τον Νίκο Καχτίτση – έναν άλλο σπουδαίο απόδημο συγγραφέα του Καναδά. Γι’ αυτό και υπήρξε υποδειγματικά ανώτερος απ’ όλα τα βαρύγδουπα οφφίκια και τις κορυφαίες βραβεύσεις που ευτύχησε να αξιωθεί. Γιατί πάνω απ’ όλα ήταν προσγειωμένος και βαθύτατα ανθρώπινος, χωρίς να τον «χαλάσουν τα γράμματα», για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Γιώργου Ιωάννου. Πολύ περισσότερο η φήμη, η διασημότητα και η εγκόσμια δόξα. Η αξία του «φώναζε» από μόνη της, δεν είχε καμία ανάγκη συνηγόρων. Ένας ακόμη λόγος που για μένα στάθηκε πάντα πολύτιμο πρότυπο μίμησης.

Συνοψίζοντας, θα ήθελα, ως επίλογο, να κλείσω με μια επισήμανση από παλαιότερο δημοσίευμά μου: «Αυτός ήταν ο Θανάσης Βαλτινός: σεμνός, προσγειωμένος, ανθρώπινος, απαράμιλλος μάστορας της πρόζας. Μέσα απ’ τα αριστουργήματά του μας δίδαξε τη σπουδαιότητα της απλότητας, του μέτρου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σοφή του ρήση: «Η μεγαλύτερη δυσκολία στην τέχνη είναι να πετύχεις τη σωστή θερμοκρασία…» Ο Βαλτινός θυσίασε όλη τη μακρόχρονη ζωή του στο βωμό της τέχνης γενικότερα, και της λογοτεχνίας ειδικότερα, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Άξιον όμως το τίμημα, αφού δικαιώθηκε πλήρως ως «αθάνατος» όχι μόνο της Ακαδημίας αλλά και των ελληνικών γραμμάτων γενικότερα.

Αν και ο καλός μου φίλος έφυγε πλήρης ημερών και τιμών, προσωπικά θα μου λείψει επώδυνα, αφού το κενό της απουσίας του θα είναι δυσαναπλήρωτο. Θα με παρηγορούν όμως όλα όσα συναρπαστικά ζήσαμε μαζί τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίας. Τον ευχαριστώ για τη φιλία του και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και τις εκμυστηρεύσεις που μου έκανε. Για το πόσο εμπλούτισε τη ζωή μου. Ως πολύτιμο ενθύμιο κρατώ την ομορφότερη εικόνα που είχε δώσει για τη λογοτεχνική δημιουργία:

«Ο συγγραφέας σαν μεταξοσκώληκας υφαίνει το κουκούλι της προσωπικής του ιστορίας καθισμένος πάνω στο μουρόφυλλο της Ιστορίας του κόσμου».

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του τιτλοφορείται: Η αντιστασιακή πεζογραφία της Επταετίας (1967-1974) – Κριτική μελέτη, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2024.

The post Θανάσης Βαλτινός: Αποχαιρετισμός σ’ έναν επιστήθιο φίλο και ομότεχνο appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.