Ο θάνατος του Αντώνη Λυμπέρη στάθηκε η αφορμή για να έρθει, άλλη μια φορά, στη δημόσια συζήτηση μια εποχή που εκείνος διαμόρφωσε καθοριστικά με τις εκδόσεις του και τις άλλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Η εποχή της μεγάλης ευμάρειας που της έχουν προσδώσει πλείστους όσους προσδιορισμούς. Το μεγάλο πάρτι, τα χρόνια της αστακομακαρονάδας και διάφορα άλλα τα οποία υπονοούν, εμμέσως πλην σαφώς, μια εποχή ξέφρενης σπατάλης – έως και σουσουδισμού – που είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική κρίση.
Κάπου όπα όμως. Λαός της υπερβολής και της μονοσήμαντης θεώρησης, έχουμε την τάση να τσουβαλιάζουμε τα πάντα και να βάζουμε μετά στο τσουβαλάκι την ετικέτα που μας βολεύει. Ναι ήταν μια εποχή που ξοδέψαμε περισσότερα απ’ όσα αντέχαμε, που παριστάναμε τους κοσμοπολίτες, που φλερτάραμε με έναν τρόπο ζωής πάνω από τις δυνατότητές μας κι αυτό διέτρεξε όλες τις τάξεις. Για να το πω παραστατικά, εκείνοι που πήγαιναν, έως τότε, διακοπές σε ελληνικά κοσμικά νησιά άρχισαν να πηγαίνουν τον χειμώνα στην Κουρσεβέλ και σε νησιά του Ινδικού και το καλοκαίρι στην Καραϊβική. Και εκείνοι που έκαναν διακοπές στο χωριό άρχισαν να πηγαίνουν στη Μύκονο. Ηταν αναμενόμενο αν λάβουμε υπόψη ότι είχαν προηγηθεί γκρίζες δεκαετίες ανέχειας όπου τα δεδομένα της δεκαετίας του 1990 και του Μιλένιουμ έμοιαζαν με πρωτοφανείς πολυτέλειες. Πολλοί από τους πενηντάρηδες της «αστακομακαρονάδας» είχαν μεγαλώσει σε σπίτια χωρίς μπάνιο, με εξωτερικούς «τούρκικους» καμπινέδες και σε περιβάλλοντα όπου η έννοια της απόλαυσης ήταν από άγνωστη έως δαιμονοποιημένη. Ε, δεν πειράζει αν απόλαυσαν λίγο παραπάνω την αλλαγή του βίου τους.
Εγώ λοιπόν θα έλεγα ότι εκείνη ήταν η εποχή της εξόδου από τη φοβική, βαλκανική μας εσωστρέφεια. Με υπερβολές; Με υπερβολές. Είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθούν σε τέτοιες μεγάλες «εξόδους». Από την άλλη, τονώθηκε η αυτοπεποίθησή μας. Πιστέψαμε ότι αξίζαμε το καλύτερο, άλλοι σωστά, άλλοι λάθος. Τα νέα παιδιά απεγκλωβίστηκαν από το όνειρο να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, ξόρκισαν αυτό που εισέπρατταν ως μικροαστισμό, έτσι όπως το τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη: «Μακριά από την πόλη / σε μια συνοικία / έχω δικά μου τρία δωμάτια / χολ και κουζίνα / καλά όλα κι άγια / ησυχία, τάξη και ασφάλεια». Εκαναν δικές τους δουλειές, άλλες πήγαν καλά άλλες άσχημα, ωστόσο ονειρεύτηκαν και προσπάθησαν να έχουν πρόσβαση σε μια ζωή πραγματικά καλή και όχι απλά καλύτερη από εκείνη των γονιών τους. Ναι, μεγαλοπιαστήκαμε αλλά ταξιδέψαμε. Πήραμε διακοποδάνεια αλλά γνωρίσαμε τον κόσμο.
Γιατί λοιπόν κράζουμε σήμερα εκείνη την εποχή; Στο κάτω κάτω ήταν η δική μας μπελ επόκ, η μόνη περίοδος ανεμελιάς ύστερα από μια μακρά περίοδο «βαριάς Ιστορίας». Μια περίοδος με τα καλά της και με τα κακά της, με τις ακρότητές της αλλά και με την ουσιαστική αναβάθμιση του πολιτισμού της καθημερινότητάς μας, κάτι που άνοιξε δουλειές, έβαλε στον χάρτη νέου είδους επιχειρήσεις. Αλλά είμαστε ενοχικοί. Και σέρνουμε από τα βάθη των δεκαετιών την τύψη της καλοπέρασης. Κάτι που θεωρώ ότι έχει τη ρίζα του στη θρησκεία μας.