Οι άνθρωποι με τις σκούπες

Βλέπουμε τις φοβερές σκηνές, ακούμε τις φοβερές ειδήσεις, αρθρώνουμε ένα «τς, τς, τς», βγάζουμε και έναν αναστεναγμό και περνάμε στο επόμενο θέμα. Οι πιο, ας πούμε, συνειδητοποιημένοι θα αναλύσουν στη συνέχεια την κλιματική αλλαγή, θα κρούσουν καμπανάκια κινδύνου, θα εκπέμψουν σήματα κινδύνου, θα εγκαλέσουν τις κυβερνήσεις να κάνουν κάτι. Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά, προς το παρόν, το πρόβλημα είναι η λάσπη που σκέπασε τη Βαλένθια. Οποια και αν είναι η αιτία, σε κάποιες περιπτώσεις όπως αυτή, η αντιμετώπιση του αποτελέσματος είναι πολύ πιο επείγουσα. Οταν, για παράδειγμα, κάποιος πέφτει από μια ξεχαρβαλωμένη σκάλα και τσακίζεται, πρώτα κοιτάς πώς θα σώσεις τον τραυματία και μετά πώς θα φτιάξεις τη σκάλα.

Οσες φωτογραφίες και βίντεο κι αν δούμε από την πλημμυρισμένη ισπανική πόλη, υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να φτάσει ως εμάς. Η μυρωδιά. Αυτή η βρώμα της πλημμύρας, η σαπίλα που προκαλεί η υγρασία, κάτι που νομίζεις ότι μπαίνει από τη μύτη σου και καταλαμβάνει όλο το σώμα σου. Σε αυτήν προστίθεται και η μυρωδιά των πνιγμένων ζώων που αρχίζουν να αποσυντίθενται και που κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική. Και ύστερα οι αγνοούμενοι που όλο και προστίθενται στον αριθμό των νεκρών. Ανθρωποι που έχασαν τη ζωή τους σε συνθήκες θρίλερ. Εγκλωβισμένοι σε ένα αυτοκίνητο, σε ένα ασανσέρ, να παλεύουν με αυτό που ξέρουν ότι δεν μπορούν να νικήσουν, το ορμητικό νερό.

Θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτό το κακό; Θα μπορούσε, τουλάχιστον, να έχει λιγότερα θύματα. Αυτό μαρτυρούν οι δεκάδες των νεκρών που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στο γκαράζ ενός εμπορικού κέντρου και που όσο προχωρούν τα σωστικά συνεργεία γίνονται ακόμα περισσότεροι. Θα μπορούσαν να είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα, να μην είχαν ξεμυτίσει από το σπίτι τους. Τόσοι νεκροί, σε μια ευρωπαϊκή πόλη και με την ποσότητα νερού χαμηλότερη απ’ όση έριξε πέρυσι ο Ντάνιελ στη Θεσσαλία, είναι «εκτός λογαριασμού». Το 112 που λειτούργησε όταν το φαινόμενο ήταν, πλέον, σε ύφεση δείχνει μεγάλη δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού και υποδεικνύει υπευθύνους. Γι’ αυτό και υποδέχθηκαν όπως υποδέχθηκαν τον Σάντσεθ, πετώντας του λάσπες και αβγά, φωνάζοντάς του «δολοφόνε» και αναγκάζοντάς τον να φύγει άρον άρον. Τι να πει κι αυτός; Με λάσπες υποδέχθηκαν και το βασιλικό ζεύγος, αλλά, τουλάχιστον, ο Φελίπε και η Λετίθια είχαν το θάρρος να μπουν ανάμεσα στο πλήθος, να μιλήσουν με τους ανθρώπους που επιβίωσαν από τη λάσπη, που ακόμη δεν ξέρουν για την τύχη των ανθρώπων τους.

Ανάμεσα όμως στις επίσημες, «λασπωμένες» φωτογραφίες, υπάρχουν και οι άλλες. Ολα αυτά τα μιλιούνια των ανθρώπων που ξεκίνησαν πεζή από τις διπλανές πόλεις και χωριά, με τις σκούπες στα χέρια για να βοηθήσουν τους γείτονές τους. Ενας «ποταμός» που γέμισε τις γέφυρες, ένας σιωπηρός «στρατός», σε μια σιωπηρή πορεία που λέει όμως πολύ περισσότερα από τα συνθήματα. «Μιλάει» για την πιο ουσιαστική έννοια της αλληλεγγύης, με πράξεις, όχι μόνο με λόγια. Και με ένα «ευτελές όπλο» που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να γίνει σύμβολο. Μια σκούπα. Που, σε αυτή την περίπτωση, γίνεται παντιέρα. Με τέτοιες παντιέρες μπορούν να αντιμετωπιστούν πολλά. Ακόμα και η κλιματική αλλαγή.

Ενα κορίτσι

Στο Ιράν των μουλάδων. Στο προαύλιο του πανεπιστημίου Azad στην Τεχεράνη. Μια φοιτήτρια. Η Αστυνομία Ηθών (που είχαν υποσχεθεί ότι θα καταργηθεί αλλά δεν καταργήθηκε) τής επιτέθηκε επειδή δεν φορούσε χιτζάμπ. Τη χτύπησαν, την κλώτσησαν, της έσκισαν τα ρούχα. Και την έφτασαν σε εκείνο το σημείο που ο άνθρωπος ξεπερνά το όριο του φόβου. Που η λαχτάρα για ελευθερία μεγιστοποιεί τη δύναμη της μονάδας.

Το κορίτσι έβγαλε τα ρούχα του. Και έμεινε με τα εσώρουχά του. Μόνη αλλά σαν να ήταν λεφούσι. Κι έπειτα εξαφανίστηκε, χάθηκαν τα ίχνη του. Είπαν πως τρελάθηκε. Ετσι λένε συνήθως.