Μουλωχτός: σύμφωνα με το λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών είναι αυτός που κινείται χωρίς να γίνεται αντιληπτός και συνήθως με δόλο. Ο υπόγειος, ο ύπουλος.
Στη ζωή μας όλοι έχουμε βιώσει δυσάρεστες καταστάσεις που προκάλεσαν «μουλωχτοί». Ατομα που κινούνται στο παρασκήνιο, που προκαλούν εντάσεις, ανακατωσούρα, ακόμα και πράξεις βίας, επιθέσεις, χωρίς οι ίδιοι να φαίνονται πουθενά. Κι αν ποτέ βρεθούν στο στόχαστρο είναι αυτοί που φωνασκούν περισσότερο, που προκαλούν τον μεγαλύτερο σαματά και σχηματίζουν την εικόνα του θύματος.
Οταν μάλιστα έχουν ισχυρούς φίλους, ή τους περιτριγυρίζουν άτομα ναΐφ αντίληψης που λειτουργούν ως αυτόκλητοι κηδεμόνες τους, καταφέρνουν να μετατρέψουν τα θύματα σε θύτες τα οποία καταδικάζονται σε συνειδήσεις και δικαστήρια.
Πριν από πολλές δεκαετίες ζούσε στην Αθήνα ένας μεσήλικας σμυρνιός μετανάστης ο οποίος είχε τη συνήθεια να έχει πάντοτε μαζί του μια μεγάλη παραμάνα. Το βίτσιο του ήταν να την καρφώνει στα οπίσθια των γυναικών σε περιπτώσεις συνωστισμού. Χτυπούσε και εξαφανιζόταν. Οταν το θύμα γυρνούσε να δει τον αναιδή που της προκάλεσε τον πόνο συνήθως, μέσα στη σαστιμάρα της, χαστούκιζε τον πρώτο που έβλεπε μπροστά της. Και ο μουλωχτός σμυρνιός που βρισκόταν μερικά μέτρα πιο μακριά, γελούσε από ικανοποίηση, τόσο γιατί κάρφωσε την παραμάνα στα οπίσθια της άτυχης γυναίκας όσο και γιατί βρήκε τον μπελά του ένας αθώος. Το θεωρούσε αστείο να βάζει ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους να μαλώνουν. Πολλές φορές έσπευδαν προς υπεράσπιση της γυναίκας άνδρες που ήθελαν να την εντυπωσιάσουν και το πράγμα έμπλεκε ακόμα περισσότερο. Υπήρξαν περιπτώσεις που το φινάλε της ιστορίας γραφόταν σε κάποιο αστυνομικό τμήμα όπου σύρονταν αθώοι άνθρωποι λόγω του Σμυρνιού. Κι αυτός επέστρεφε ικανοποιημένος στο σπίτι του που έμοιαζε περισσότερο με καλύβα, έπινε το κρασί του και έπεφτε ξερός στο κρεβάτι, συνήθως με τα ρούχα.
Οι μουλωχτοί είναι σκώληκες, ασπόνδυλοι χαρακτήρες που ζουν σε υπόγειες στοές και λασπώδεις εκτάσεις. Δύσκολα τους εντοπίζεις κι αν τελικά συμβεί είναι πια πολύ αργά.