Οραμα και κεφάλαιο αξιοπιστίας

Χρειαζόμαστε τον Γιάννη Μπουτάρη όχι μόνο στη ζωή αλλά και στον θάνατο. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να τον μετατρέψουμε σε ένα ακόμα ανώδυνο κλισέ – ο ψυχοπονιάρης, ο κοσμοπολίτης, ο πολυπολιτισμικός κ.ά. – αντίθετα πρέπει με την ειλικρίνεια και τόλμη που χαρακτήριζε τον ίδιο να αναλογιστούμε την πορεία του.

Παρότι ο Γιάννης Μπουτάρης με ήξερε από τότε που γεννήθηκα, και υπήρξε στενός οικογενειακός φίλος, στην πραγματικότητα εγώ τον γνώρισα όταν συμμετείχα στην πρώτη του δημαρχιακή θητεία ως διορισμένος σύμβουλός του.

Ας αρχίσω λοιπόν. Οντως ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός στην πολιτική του δράση διότι συνδύαζε την αστική του καταγωγή με τη μόρφωση και τεχνοκρατική επάρκεια που αυτή η καταγωγή του απέδωσε, καθώς και με τη λαϊκότητα. Αυτή τη λαϊκότητα την απέκτησε βιωματικά λόγω της επιχειρηματικής του δράσης και άρα της συνεχούς συνεργασίας του με καλλιεργητές, βιομηχανικούς εργάτες, μεταφορείς, εστιάτορες κ.λπ. Δημιουργούσε λοιπόν για την πολιτική του αποστολή συνεχώς πολιτική νομιμοποίηση λόγω αυτής της μακροχρόνιας απόκτησης της λαϊκότητας που είναι ένα ζητούμενο στις σημερινές σύγχρονες αστικές δημοκρατίες. Πειράζοντάς τον του είπα προ μηνών, σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις, ότι «είσαι ένας καλός Τραμπ» και γέλασε.

Ο Γιάννης Μπουτάρης δευτερευόντως άσκησε διπλωματία των πόλεων. Πρωτίστως, όταν τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας είχαν πέσει στη χώρα μας, μέσα από σκληρές πολιτικές μάχες εντός των γεωγραφικών ορίων της Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Μπουτάρης δημιούργησε ένα κεφάλαιο αξιοπιστίας που μπόρεσε να αξιοποιήσει η διεθνώς αναξιόπιστη κεντρική κυβέρνηση. Κορυφαίο επίτευγμά του υπήρξε η συμβολή του στη βελτίωση των ελληνογερμανικών σχέσεων. Η κυβέρνηση Μέρκελ συστηματικά χρησιμοποίησε τον Γιάννη Μπουτάρη εντός της Γερμανίας για να μετριάσει τον γερμανικό λαϊκισμό που χαρακτήριζε την Ελλάδα ως χώρα διεφθαρμένων και τεμπέληδων. Η δημαρχία Μπουτάρη αποτέλεσε πειστήριο για τη γερμανική κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα κατέχει ακέραιους ηγέτες που μπορούν να την ανατάξουν. Ο Γιάννης Μπουτάρης κέρδισε την αναγνώριση των κυριολεκτικά δεκάδων διεθνών ανταποκριτών που συνέρρευσαν στη Θεσσαλονίκη όχι επειδή ήταν δημοσιοσχεσίτης αλλά επειδή ήταν μαχητής.

Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ένας σκληρός κεντρώος. Οχι αναίτια σκληρός αλλά σκληρός κάθε φορά που η πολιτική περίσταση το απαιτούσε. Τα πρώτα δύσκολα χρόνια του μνημονίου υπήρξε μια συστηματική απόπειρα από αριστερούς συνδικαλιστές του Δήμου Θεσσαλονίκης να καταργηθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, στoν δεύτερο σημαντικότερο Δήμο της χώρας, με την άσκηση διαρκούς εκφοβισμού στα δημοτικά συμβούλια και βίαιες απόπειρες αναστολής διαγωνισμών του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αν είχε τελεσφορήσει αυτή η απόπειρα η καθαριότητα στον Δήμο Θεσσαλονίκης θα είχε τιναχτεί στον αέρα και αμφιβάλλω αν θα υπήρχε επανεκλογή και δεύτερη θητεία του Γιάννη Μπουτάρη. Δεν δίστασε λοιπόν να καλέσει τα ΜΑΤ κατ’ επανάληψη στον Δήμο ώστε να καταστεί εφικτή η βούληση της δημοκρατικά εκλεγμένης δημοτικής αρχής.

Ο Γιάννης Μπουτάρης είχε σαφέστατη οικονομική στρατηγική για τη Θεσσαλονίκη. Εκχρηματισμός της πολυπολιτισμικότητας μέσω του τουρισμού – βεβαίως και είχε για τον ίδιο τεράστια αυταξία η ανάδειξη του Ολοκαυτώματος, ταυτόχρονα όμως ήθελε το ζεστό χρήμα που έφερε στην πόλη ο ισραηλινός επισκέπτης. Στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη ως διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο. Αν δεν ήταν τόσο καταπονημένος είμαι σίγουρος ότι θα υποστήριζε με ζέση την πρόσφατη μεταρρύθμιση Πιερρακάκη για τα ΑΕΙ. Πρώτος αυτός κυριολεκτικά πήρε από το χέρι τα δημόσια και τα ιδιωτικά ΑΕΙ της Θεσσαλονίκης στα Βαλκάνια για να προσελκύσουν φοιτητές. Ως πρώην μέλος των διοικητικών συμβουλίων του Ανατόλια και της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, που ίδρυσαν δύο εκ των τριών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ όλης της χώρας, αλλά και ως ευεργέτης ο ίδιος, είχε πλήρη επίγνωση των τεράστιων δυνατοτήτων της μη κερδοσκοπικής ανώτατης παιδείας. Και η κορωνίδα, η Θεσσαλονίκη ως κέντρο καινοτομίας. Για αυτό υποστήριξε τη μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου, ερχόμενος σε μετωπική σύγκρουση με το πρυτανικό κατεστημένο, μεταρρύθμιση που είχε κάνει πρόεδρο του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΑΠΘ έναν αυστραλό διακεκριμένο καθηγητή του Κέμπριτζ. Γιατί ήξερε ότι δεν μπορεί, μακροπρόθεσμα, να πετύχει οικονομικά η Θεσσαλονίκη όσο είναι δέσμια τα μεγάλα δημόσια πανεπιστήμιά της ενός (ακόμη και τώρα) προβληματικού καθεστώτος διακυβέρνησης.

Δεν θα ήμουν πιστός στον στόχο που έθεσα, να επωφεληθούν τα κοινά και από τον αναστοχασμό που προκαλεί ο θάνατος του Γιάννη Μπουτάρη, αν δεν συμπεριλάμβανα και το σημαντικότερο λάθος του. Εκ των πραγμάτων – δεν μπαίνω καν στην ουσία του θέματος – η μάχη για την άθικτη διατήρηση των αρχαίων στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό αποτέλεσε μια ατελέσφορη χρήση του πολιτικού χρόνου και κεφαλαίου του. Εξίσου σημαντικό, στη δεύτερη θητεία του δεν σκότωσε την ιερή αγελάδα που λέγεται ΔΕΘ, που είναι για την οικονομική στρατηγική της Θεσσαλονίκης ό,τι υπήρξε για την εξωστρέφειά της το Σκοπιανό, μια κολοσσιαία σπατάλη ενέργειας και φαιάς ουσίας για ένα αντιπαραγωγικό αποτέλεσμα. Αντ’ αυτού στη δεύτερη θητεία του μπορούσε να δώσει και να κερδίσει τη μάχη για τη μετατροπή της ΔΕΘ σε ένα χώρο πολιτισμού και αναψυχής τον οποίο θα μπορούσε να στεγάσει το θεσσαλονικιώτικο ανάλογο του Πολιτιστικού Κέντρου Σταύρος Νιάρχος, φιλοξενώντας σε ένα κτίριο – τοπόσημο το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της πόλης, στη δημιουργία και εξέλιξη του οποίου – το μαντέψατε – ο ίδιος άλλωστε είχε παίξει καθοριστικό ρόλο πολύ πριν γίνει δήμαρχος Θεσσαλονίκης.

Ο Αντώνης Καμάρας είναι ερευνητικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ