Παρουσία «διχαστικών αφηγημάτων» σε ε/κ και τ/κ Τύπο διαπιστώνει έρευνα – «Αποτυπώσεις της κυπριακής ταυτότητας στον Τύπο τις τελευταίες δύο δεκαετίες: Ένας οδηγός οικοδόμησης της ειρήνης»
Την ολοκλήρωση του ερευνητικού έργου «Αποτυπώσεις της κυπριακής ταυτότητας στον Τύπο τις τελευταίες δύο δεκαετίες: Ένας οδηγός οικοδόμησης της ειρήνης» ανακοινώνει το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας. Σημειώνει ότι η έρευνα «αποκάλυψε τη συνεχή παρουσία διχαστικών αφηγημάτων που ενισχύουν την αίσθηση του θύματος και την αμοιβαία εχθρότητα και δυσπιστία, καθιστώντας την ειρηνική συνύπαρξη ακόμα πιο δύσκολη».
Σημειώνεται ότι το ερευνητικό έργο έλαβε χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Προγράμματος Βοήθειας για την τουρκοκυπριακή κοινότητα και υλοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας σε συνεργασία με το τουρκοκυπριακό Memory and Narrative Centre.
Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Ερευνών, το χρονικό πλαίσιο της έρευνας καλύπτει την περίοδο από το 2003 έως το 2023, «μια εποχή γεμάτη πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις γύρω από το κυπριακό ζήτημα, που περιλαμβάνει σημαντικά γεγονότα, όπως το δημοψήφισμα με το Σχέδιο Ανάν το 2004, οι πολιτικές διαπραγματεύσεις και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Μέσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες, προσθέτει, «τα μέσα ενημέρωσης έπαιξαν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης σχετικά με την έννοια της κυπριακής ταυτότητας και τις προοπτικές ειρήνης».
Το ερευνητικό έργο με τίτλο “Media Portrayals of the Cypriot Identity in the Last Two Decades: A Peace-Building Guide”, “αποτελεί μια πολυεπίπεδη έρευνα που επιχειρεί να αναλύσει τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων των δύο κύριων κοινοτήτων της Κύπρου, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής, και να διερευνήσει την επιρροή τους στην επίλυση ή τη διαιώνιση της σύγκρουσης στο νησί”, αναφέρει.
«Στόχος της είναι να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης επηρεάζουν τη δημόσια αντίληψη γύρω από το ζήτημα της κυπριακής ταυτότητας και τις προοπτικές ειρήνης στο νησί», προστίθεται.
Το έργο, αναφέρεται, αξιοποιεί ποικίλες μεθόδους, όπως ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, ανάλυση λόγου δημοσιευμάτων του ε/κ και τ/κ Τύπου, ομάδες εστίασης και έρευνα κοινού, για να εξετάσει τον αντίκτυπο των μέσων ενημέρωσης στις κοινωνικές αντιλήψεις και τα κυρίαρχα αφηγήματα που καθορίζουν τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα της κάθε κοινότητας.
Σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η ανάλυση του λόγου των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών εφημερίδων, η οποία επικεντρώνεται στην περίοδο από το 2003 έως το 2023, «αποκάλυψε τη συνεχή παρουσία διχαστικών αφηγημάτων που ενισχύουν την αίσθηση του θύματος και την αμοιβαία εχθρότητα και δυσπιστία, καθιστώντας την ειρηνική συνύπαρξη ακόμα πιο δύσκολη».
Μέσα από τα ευρήματα, προστίθεται, «αναδεικνύεται πως και οι δύο κοινότητες στηρίζονται σε αντικρουόμενα αφηγήματα» και συγκεκριμένα ότι στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, τα μέσα ενημέρωσης «υπογραμμίζουν τα τραύματα της τουρκικής εισβολής του 1974 και το ζήτημα της κατοχής, προσπαθώντας να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη της απώλειας των περιουσιών και του εκτοπισμού των Ελληνοκυπρίων». «Η ελληνοκυπριακή κοινότητα παρουσιάζει τους Τουρκοκύπριους ως φορείς της τουρκικής κατοχής, ενώ τα τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης τονίζουν το αφήγημα της «απελευθέρωσης», παρουσιάζοντας την τουρκική επέμβαση ως πράξη προστασίας από την ελληνοκυπριακή κυριαρχία», προστίθεται.
«Αυτά τα ανταγωνιστικά αφηγήματα παγιώνουν και διαιωνίζουν την ένταση και τη δυσπιστία ανάμεσα στις δύο πλευρές, καθώς παρουσιάζουν την άλλη κοινότητα ως τη βασική απειλή για τη σταθερότητα και την ασφάλεια του νησιού», σημειώνεται.
Όπως αναφέρεται, η έκθεση περιλαμβάνει ομάδες εστίασης με δημοσιογράφους και από τις δύο κοινότητες, οι οποίοι περιγράφουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το Κυπριακό με αμεροληψία και αντικειμενικότητα. «Οι Ελληνοκύπριοι δημοσιογράφοι παραδέχονται πως συχνά αντιμετωπίζουν πολιτικές πιέσεις από την πλευρά των εθνικών συμφερόντων που τους ωθούν να διατηρούν την αρνητική εικόνα των Τουρκοκυπρίων, ενώ οι Τουρκοκύπριοι δημοσιογράφοι μιλούν για τις πιέσεις που δέχονται από την τουρκική κυβέρνηση, η οποία επιδιώκει να καθορίζει το αφήγημα της “απελευθέρωσης”», σημειώνεται.
“Αξιοσημείωτο είναι το ότι τόσο οι δημοσιογράφοι όσο και οι πολίτες εξέφρασαν την επιθυμία για ειρηνευτική δημοσιογραφία που θα προάγει τη διακοινοτική συνεργασία και τον αμοιβαίο σεβασμό”, αναφέρεται.
Σημειώνεται ακόμη, ότι, αν και τα μέσα ενημέρωσης «τείνουν να παρουσιάζουν κάθε πλευρά ως το θύμα της επιθετικότητας της άλλης, υπάρχουν παραδείγματα πολιτιστικών και κοινωνικών εκδηλώσεων που παρουσιάζονται με πιο θετικό πρίσμα, προωθώντας έτσι το κοινό έδαφος».
«Κοινά καλλιτεχνικά έργα, αθλητικές δραστηριότητες και άλλες κοινωνικές πρωτοβουλίες εμφανίζονται, αν και σπάνια, ως ευκαιρίες για ειρηνική συνύπαρξη και κοινή κυπριακή ταυτότητα, παρέχοντας μια ενδεικτική λύση για το πως τα μέσα θα μπορούσαν να προάγουν τη συμφιλίωση και την αμοιβαία κατανόηση», προστίθεται.
Αναφέρεται ότι η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία από ερωτηματολόγια που υποβλήθηκαν σε πολίτες και των δύο κοινοτήτων, «και αποκαλύπτουν πως οι περισσότεροι πολίτες διατηρούν δυσπιστία προς τα μέσα ενημέρωσης και θεωρούν ότι προάγουν διχαστικά στερεότυπα».
Η τελική έκθεση του ερευνητικού έργου καταλήγει με συστάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της κάλυψης του Κυπριακού προβλήματος από τα μέσα ενημέρωσης, έτσι ώστε να ενισχυθεί η ειρηνική συνύπαρξη αναφέρεται.
«Ιδιαίτερη σημασία έχει η προώθηση αφηγημάτων που στηρίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και τη συνεργασία, παρουσιάζοντας την κυπριακή ταυτότητα ως μια πολυδιάστατη έννοια που υπερβαίνει τις εθνοτικές διαφορές και υπογραμμίζει τα κοινά σημεία και την ανάγκη για συμβίωση».
Τα συνολικά αποτελέσματα του σχεδίου είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα https://www.inep.org.cy/research-project-home