Περί διλημμάτων και διπλωματίας

Η εξωτερική πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρωτογενή επιβίωση. Γι’ αυτό ο αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι στις δημόσιες τοποθετήσεις του έλεγε «[Λάθος] στην εσωτερική πολιτική μπορεί να οδηγήσει στην ήττα, στην εξωτερική πολιτική όμως θα μας σκοτώσει».

Τι είναι η Τουρκία; Ενας γίγαντας με γυάλινα πόδια. Με μια οικονομία εγκλωβισμένη σε μακροχρόνια στεγαστική φούσκα, με μια εθνική ενότητα που φθείρεται μεταξύ κεμαλισμού και ερντογανισμού, με μια εξωτερική πολιτική που αυτοαναλώνεται σε κρίσεις μεγαλείου παράγοντας ασύμμετρες αλληλεξαρτήσεις με ισχυρότερους δρώντες, αποτελώντας ξεκάθαρα ένα αναθεωρητικό κράτος που μετά το 2001 προσέθεσε το στοιχείο του πολιτικού Ισλάμ στον τρόπο λειτουργίας του.

Η Τουρκία αποτελεί το κεντρικό ζήτημα στις βασικές επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η στάση αυτή προκύπτει ως απότοκο του μεγέθους της αποσταθεροποίησης που η Τουρκία παράγει με τη δράση της στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν και η διαρκής ενασχόληση των εθνικών μηχανισμών με την Τουρκία θα έπρεπε να μας είχε κάνει σοφότερους αναφορικά με ό,τι εκπροσωπεί η γείτονα, η Ελλάδα στη διαδικασία αυτή προβάλλει τα ακόλουθα οξύμωρα σχήματα.

Αρχικώς, αποδίδει στον τουρκικό αναθεωρητισμό διαστάσεις υπαρξιακής απειλής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το τουρκικό πρόβλημα να μεγεθύνεται εντός της ελληνικής επικράτειας και η πολιτική της συνεννόησης να προβάλλει ως η μοναδική ορθολογική διέξοδος που δήθεν η Ελλάδα έχει στη διάθεσή της. Η Ελλάδα είναι ίσως το μοναδικό κράτος στο σύγχρονο διεθνές σύστημα που προβάλλει τον βασικό της αντίπαλο ως κάτι μεγαλύτερο και σημαντικότερο από αυτό που είναι, αποδίδοντάς του υπερβολικές διαστάσεις στρατηγικού δέους. Αυτή η προσέγγιση μειώνει το εύρος των ημέτερων αποτρεπτικών μηχανισμών, προσφέροντας χώρο στο να αναπτυχθούν εντός του πολιτικού και ακαδημαϊκού κόσμου της χώρας επιχειρήματα που τείνουν, άλλοτε με δισταγμό και άλλοτε με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, στην πολιτική του κατευνασμού όχι της Τουρκίας αλλά της διογκωμένης εικόνας μέσω της οποίας προβάλλεται η γείτονα στο ελληνικό συλλογικό συνειδητό.

Αυτού του είδους η «πλανεμένη» προσέγγιση αναφορικά με το μέγεθος και τα πραγματικά υλικά φορτία ισχύος που η Τουρκία φέρει στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου καθιστούν αντιεπιστημονικά επιχειρήματα τύπου «Το Αιγαίο δεν μπορεί να είναι ελληνική λίμνη» να ηχούν λογικά ακριβώς γιατί εκκινούν από μια καθ’ όλα παράλογη αφετηρία των συζητήσεων εφ’ όλης της ύλης περί των ημέτερων δεδομένων και ποτέ της άλλης πλευράς. Και εδώ έρχεται η πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής να υπενθυμίσει τα αδιαπραγμάτευτα εννοιολογικά της σχήματα.

Η διπλωματία δεν κινείται ενδιαμέσως διλημμάτων. Το ερώτημα «συνεννόηση ή πόλεμος» με τον «γίγαντα Τουρκία» διαγράφει εν τοις πράγμασι την ουσία της διπλωματίας που είναι η προάσπιση του εθνικού συμφέροντος και όχι η «επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης». Το αν η Ελλάδα θα συνεννοηθεί με την Τουρκία ή όχι, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ειρήνη ή σύγκρουση. Και το είδος της συνεννόησης που η χώρα μας οφείλει να επιδιώξει εκπορεύεται πρωτίστως από τους όρους που η συνεννόηση αυτή επιφέρει στην εφαρμογή των κανόνων καλής ή κακής γειτονίας. Ορθολογική θέση είναι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και όχι η ανάλωση στην αναζήτηση του ιερού δισκοπότηρου μιας ασαφούς και γενικής «δικαιοσύνης» που αναδεικνύεται διαρκώς ως δέσμη επιχειρημάτων εις βάρος των ημέτερων θέσεων και προοπτικών.

Ο Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Grenoble και διευθυντής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Διεθνείς Σπουδές» του Πανεπιστημίου Μακεδονίας