Οι θαυμαστές του Αρχοντα των Δαχτυλιδιών θα θυμούνται τη σκηνή όπου ο βασιλιάς Θίοντεν, με το καταφύγιό του στο Χελμς Ντιπ έτοιμο να πέσει στους επιδρομείς Ορκ και το «άγριο μίσος» τους, αναρωτιέται: Πώς φτάσαμε εδώ; Μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, πολλοί Αμερικανοί θέτουν το ίδιο ερώτημα.
Πώς ένας καταδικασμένος εγκληματίας, που προσπάθησε να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα όταν έχασε στις προεδρικές εκλογές πριν από τέσσερα χρόνια, κέρδισε τις ψήφους περισσότερων των 71 εκατομμυρίων Αμερικανών; Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε χώρες χωρίς ισχυρές δημοκρατικές παραδόσεις – στη Βενεζουέλα, ο Ούγκο Τσάβες φυλακίστηκε ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1992, για να εκλεγεί πρόεδρος έξι χρόνια αργότερα – αλλά υποτίθεται ότι δεν θα συμβεί στην παλαιότερη και πιο ισχυρή δημοκρατία του κόσμου.
Ο Τραμπ δεν είναι απλώς ένας εγκληματίας. Είναι επίσης ένας τσαρλατάνος, που έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι δεν ξέρει σχεδόν τίποτα από πολιτική, και ένας επίδοξος δικτάτορας, που έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει μαζικές απελάσεις και ορκίστηκε να προχωρήσει σε διώξεις κατά των «εχθρών» του. Ωστόσο, κέρδισε όχι μόνο το Σώμα των Εκλεκτόρων αλλά και τη λαϊκή ψήφο – ένα κατόρθωμα που δεν επετεύχθη το 2016 ή το 2020.
Η εξήγηση ξεκινά από εκείνους που ενθάρρυναν και ανέδειξαν τον Τραμπ. Οι ίδιοι άνθρωποι που αποδοκιμάζουν την επίδειξη υπερβολικής ευαισθησίας κυρίως για θέματα κοινωνικών διακρίσεων φαίνεται να θεωρούν απαγορευμένο το να επικρίνουν τους κυρίως λευκούς, ηλικιωμένους και από αγροτικές περιοχές ψηφοφόρους που παρέμειναν τυφλά πιστοί στον Τραμπ, ανεξαρτήτως από το πόσο άσχημη, επικίνδυνη ή ιδιόρρυθμη είναι η συμπεριφορά του. Δεν καταλαβαίνουν ποιος είναι ο Τραμπ ή την απειλή που θέτει και ανταποκρίνονται απλώς σε εύλογα παράπονα όπως αυτά που αφορούν την οικονομική ανασφάλεια.
Αν και αυτή η εξήγηση έχει κάποια αξία, κάτι πιο απαίσιο μπορεί να κρύβεται σε ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης του Τραμπ. Πολλοί από αυτούς μπορεί να θέλουν να δουν τους θεσμούς της χώρας τους να καταστρέφονται.
Βεβαίως, οι ψηφοφόροι του Τραμπ μπορεί να μη θέλουν να κάνει πράξη κάθε απειλητική υπόσχεση που έχει δώσει. Αλλά αντί να το θεωρήσουν αυτό ως λόγο για να μην τον υποστηρίξουν, σκέφτονται πως οι υπερβολές του Τραμπ αποδεικνύουν ότι είναι ένας άνθρωπος του λαού – όχι απλώς ένας άλλος εκλεπτυσμένος πολιτικός που κάνει προσεκτικά ζυγιασμένες δηλώσεις που συμφωνήθηκαν από μια ομάδα ειδικών στην πολιτική στρατηγική.
Βοηθά το γεγονός ότι πολλοί από τους υποστηρικτές του Τραμπ μοιράζονται κρυφά – -ή, όλο και περισσότερο, φανερά – τα χειρότερα ένστικτά του. Τον ρατσισμό του; Τον μισογυνισμό του; Τις απειλές του να τιμωρήσει τους «εχθρούς στο εσωτερικό»;
Οι υποστηρικτές του Τραμπ απορρίπτουν επίσης κάθε άλλη κριτική. Θεωρούν πως οι προειδοποιήσεις των ειδικών ότι τα σχέδια του Τραμπ θα έχουν υψηλό κόστος για την οικονομία των ΗΠΑ δεν αξιολογούν σωστά την εξαιρετική επιχειρηματική του δεινότητα. Οσο για τη χυδαιότητα του Τραμπ, δεν είναι θέμα – ακόμη και, προφανώς, για τους πιο θρησκόληπτους υποστηρικτές του.
Ο Τραμπ είχε εξάλλου αρκετή βοήθεια για να προσηλυτίσει τους ψηφοφόρους στην «ξεφτιλισμένη» θρησκεία του. Το Fox News, η εξαιρετικά κερδοφόρα μηχανή προπαγάνδας του Ρούπερτ Μέρντοκ, διέστρεψε τον λόγο και προκάλεσε οργή. Οι γίγαντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε μεγάλο βαθμό – και, στην περίπτωση του X του Ιλον Μασκ, απολύτως – εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους να περιορίσουν την παραπληροφόρηση.
Δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας υποστήριξαν επίσης ευθέως την άνοδο του Τραμπ – ο Μασκ ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος οικονομικός υποστηρικτής του Τραμπ κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας – με την ελπίδα να επωφεληθούν από μια μελλοντική απορρύθμιση. (Οι μετοχές της Tesla έχουν ήδη εκτοξευθεί.) Τέτοιοι τιτάνες της τεχνολογίας – μαζί με λιγότερο θορυβώδεις ισχυρούς της Wall Street, όπως ο Τζέιμι Ντίμον – είναι τα σύγχρονα αμερικανικά ισοδύναμα των γερμανών μεγαλοεπιχειρηματιών που νόμιζαν ότι μπορούσαν να ελέγξουν τον Αδόλφο Χίτλερ.
Πώς φτάσαμε εδώ; Η πλειοψηφία των λευκών Αμερικανών έχουν χάσει την πίστη στη χώρα τους. Τα μέλη της επιχειρηματικής ελίτ που διψούν για κέρδη έχουν αποκτήσει απεριόριστη ικανότητα να χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες και το πορτοφόλι τους για να διαμορφώνουν την πολιτική. Και οι Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί έχουν θυσιάσει τη δική τους ακεραιότητα – και την αμερικανική δημοκρατία – στον βωμό της εξουσίας.
Η Nina L. Khrushcheva είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο The New School της Νέας Υόρκης και συγγραφέας