Αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να γραφτεί στη διαδρομή από το «Υγεία» μέχρι το Hilton. Θα τοποθετούσα τον υπολογιστή ανάμεσα στο τιμόνι και στην κοιλιά μου και, καθώς οδηγώ αυτοκίνητο με αυτόματο κιβώτιο, κάθε πέντε λεπτά θα έπρεπε να σηκώνω το πόδι από το φρένο και το βλέμμα από την οθόνη. Ούτως ή άλλως, στο μποτιλιάρισμα της Αθήνας δεν οδηγείς εσύ. Σε οδηγεί το πελώριο και ατελείωτο ποτάμι από λαμαρίνα που κυλάει σαν δηλητήριο στις φλέβες της πόλης. Είναι τοξικό και από πάνω του σχηματίζεται ένα ατομικό μανιτάρι φτιαγμένο από εκνευρισμό και βρισίδια και φέρει μέσα του ακατάληπτες ραδιοφωνικές φωνές, σουξέ του συρμού και κλαψιάρικο έντεχνο.
Εχω κολλήσει στην Κηφισίας και σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να πληρώνουμε τέλη κυκλοφορίας, αλλά κοινόχρηστα. Γιατί πλέον ζεις μέσα στο αυτοκίνητο. Και ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν υπάρχει καμία σωτηρία. Για αυτό και οι συγκοινωνιολόγοι μου θυμίζουν τους σεισμολόγους: παρατηρούν κάτι για το οποίο δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα. Το ίδιο και εσύ, στην περίπτωση που δεν σε βολεύει το μετρό. Θα γλιτώσεις μόνο αν αλλάξεις δουλειά ή τόπο διαμονής. Να γίνουν καινούργιοι δρόμοι; Θα πήξουν και αυτοί σε λίγο καιρό όπως οι αρτηρίες από τα τριγλυκερίδια. Πριν από μερικά χρόνια έμπαινες στην Αττική Οδό και έβλεπες μπροστά σου ορίζοντα. Εδινες μια γκαζιά και αποκτούσες ψευδαίσθηση ελευθερίας, σήκωνες και τα παράθυρα για να κόψεις τον αέρα. Τώρα πηγαίνεις στην καλύτερη περίπτωση με τρίτη και ο ορίζοντας καλύπτεται από την πινακίδα που σε ενημερώνει για τη συμφόρηση και τις καθυστερήσεις. Και αν είναι καλός ο καιρός και εσύ θέλεις να βγεις στην εθνική οδό, μπορεί να βγάλεις το χέρι από το παράθυρο και να πιάσεις εκείνο τον ράθυμο ρυθμό που δηλώνει στωικότητα. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι τι μπορεί να γίνει με το μποτιλιάρισμα. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Το ερώτημα είναι τι μπορείς να κάνεις εσύ στο μποτιλιάρισμα.
Πρώτα πρέπει να καταλάβεις ότι η συνθήκη του μποτιλιαρίσματος δεν είναι απαραιτήτως εκνευριστική για όλους. Υπάρχουν δύο ευκαιρίες μέσα στη μέρα που σου επιτρέπουν να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου. Η τουαλέτα και το μποτιλιάρισμα. Το θέμα είναι να μη συμπέσουν γιατί τότε, πράγματι, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Ομως αν το καλοσκεφτείς, θα διαπιστώσεις ότι το μποτιλιάρισμα σε αποζημιώνει με ώρες πολύτιμης μοναξιάς, μακριά από σπίτι, οικογένεια, παιδιά, δουλειά. Βρίσκεσαι μέσα σε μία κάψουλα εντός της οποίας συμβαίνουν μόνο αυτά που θέλεις εσύ. Ρυθμίζεις τη θερμοκρασία όπως σου γουστάρει, παίζει η μουσική που σου αρέσει, μιλάς με άνεση στο τηλέφωνο. Σκαλίζεις τη μύτη σου. Μην ντρέπεσαι, όλοι το κάνουν. Υπάρχουν και άλλες διαθέσιμες επιλογές. Να ακούσεις κανένα podcast, audiobook, θεατρικό έργο.
Ξέρω άνθρωπο που μαθαίνει ξένη γλώσσα στο μποτιλιάρισμα. Επίσης είναι μία συνθήκη που επιτρέπει την ενδοσκόπηση. Είσαι μόνος, μέσα σε ένα χώρο πολύ προσωπικό. Και έρχεται ο εαυτός σου, κάθεται δίπλα και σε παρασύρει σε μία συζήτηση που μπορεί να καταλήξει σε μικρή τραγωδία. Και κάπως έτσι το μποτιλιάρισμα εξελίσσεται από ευκαιρία σε πρόβλημα. Γιατί, από ένα σημείο και μετά, διαπιστώνεις ότι στο πίσω κάθισμα έχουν εγκατασταθεί, ως μικρά τέρατα, τα προβλήματά σου, οι πιο σκοτεινές σκέψεις σου και τα μεγαλύτερα εσωτερικά αδιέξοδα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι μισούν τόσο το μποτιλιάρισμα. Δεν είναι ο χαμένος χρόνος, ούτε τα κορναρίσματα και η ταλαιπωρία.
Είναι οι φριχτές προσωπικές αλήθειες που φτιάχνουν στίγματα στο παρμπρίζ, σαν μυγάκια. Είναι που, όλα όσα θέλεις να ξεχάσεις, θα εμφανιστούν μόλις γυρίσεις τη μίζα. Στο μποτιλιάρισμα βγαίνουν τα πάντα στη φόρα, κάνουν ερωτήσεις, ζητούν λύσεις, σε βασανίζουν αλύπητα. Και αυτό συμβαίνει κάθε μέρα, για χρόνια, σχεδόν για μια ζωή. Και στο τέλος έχεις την ψευδαίσθηση ότι γέρασες μέσα σε δύο διαδρομές. Μία να πας και μία να γυρίσεις. Και τότε, δυστυχώς, καταλαβαίνεις ότι η ζωή δεν είναι τα καλοκαίρια στην παραλία. Είναι εκείνες οι μέρες που ψιλοβρέχει, νυχτώνει νωρίς και ενώ ο ήλιος φεύγει εσύ είσαι ακόμα στο φανάρι.