Η πολιτική ορθότητα, το woke, το κίνημα δηλαδή αφύπνισης όπως ονομάζεται και ο Τραμπ, που επικράτησε απόλυτα της Κάμαλα Χάρις και των πολιτικών των Δημοκρατικών, ήταν το αντικείμενο μιας δημόσιας συζήτησης του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον συγγραφέα και επιδραστικό γάλλο διανοούμενο Πασκάλ Μπρικνέρ, οι θέσεις του οποίου συχνά αντιμετωπίζονται με πολεμική διάθεση. Παρακολουθώντας την εκδήλωση, προχθές, από την κρατική τηλεόραση, δεν κρύβω ότι την εξέλαβα ως απάντηση, αβίαστη απάντηση της κανονικότητας, στις προσπάθειες του Αλέξη Τσίπρα να δείξει ότι είναι διανοούμενος, τότε που προσπαθούσε εναγωνίως να πείσει ότι είναι κουλτουριάρης, λάτρης διάσημων αριστερών φιλοσόφων «της ανατροπής», όταν εμφανίστηκε πλάι στον Σλαβόι Ζίζεκ μπερδεύοντας τη συγγραφέα Ναόμι Κλάιν με το μοντέλο Ναόμι Κάμπελ. Ενας βαθιά εγγράμματος και ενήμερος για τα τρέχοντα στη διεθνή πολιτική, όχι για τα πρόσωπα και τα γεγονότα αλλά για τις θεωρητικές συζητήσεις, συνομιλεί δημοσίως με έναν συγκρουσιακό διανοούμενο, σε άλλη γλώσσα, χωρίς να γεννιέται ζήτημα: είναι ένας που και καταλαβαίνει, και ξέρει. Κι αυτό είναι μια σιγουριά.
Επίσης, είναι ένας πρωθυπουργός που δεν διστάζει να πάρει θέση στα τρέχοντα ζητήματα του κόσμου. Οχι μόνο στα ζητήματα του πλανήτη και της παγκοσμιοποίησης αλλά και σε θέματα από τα οποία απορρέουν θεμελιώδεις πολιτικές επιλογές. Ο έλληνας Πρωθυπουργός, π.χ., τοποθετήθηκε με θάρρος, λέγοντας τις απόψεις του για την κουλτούρα της αφύπνισης, τη woke. «Είναι στην ουσία ο ορισμός του ανελευθερισμού (illiberalism), όπου μία μειοψηφία προσπαθεί να επιβληθεί της πλειοψηφίας. Εάν τολμήσεις να εκφράσεις αμφιβολίες για τη γνώμη τους σε βαφτίζουν φασίστα, υποστηρικτή της πατριαρχίας, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Αυτή η woke κουλτούρα δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Εάν επαφίεται σε εμένα, δεν θα ήθελα ποτέ να υπάρξει στην Ελλάδα».
Η δήλωση του Πρωθυπουργού εξηγεί πολλές από τις επιλογές της πολιτικής του. Η επιλογή του, π.χ., τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020, να απαντήσει στην υβριδική επίθεση της Τουρκίας κατά της χώρας με ανεξέλεγκτα κύματα μεταναστών και προσφύγων, ήταν συνειδητή κατάφαση σε μια ατζέντα που θεωρείται συντηρητική – αλλά επιπλέον ήταν απαραίτητη επειδή η εντολή που είχε ο Πρωθυπουργός από τους πολίτες ήταν να φυλάξει τα σύνορα, την εθνική ασφάλεια και κατ’ επέκταση την κοινωνική συνοχή. Μάλιστα, η κρίση ήταν τόσο μεγάλη ώστε τις διαστάσεις της αναγνώρισε και η αντιπολίτευση, η οποία αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη συγκεκριμένη πολιτική, συναινώντας σ’ αυτή.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι επιλογές που αρνούνται την ταυτοτική αντίληψη της πολιτικής και θεωρούνται συντηρητικές δεν απέτρεψαν την κυβέρνηση από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων που εναρμονίζουν το ελληνικό δίκαιο με το ευρωπαϊκό σε ζητήματα δικαιωμάτων: ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αποκήρυξε την πολιτική του για τους γάμους των ομόφυλων ζευγαριών επειδή, όπως το θέλει μια δημοφιλής ένσταση, η κυβέρνηση φοβάται την Ακροδεξιά της, και μαζί τον Βελόπουλο και τη Λατινοπούλου. Το αντίθετο. Την υποστήριξε στο σύνολό της, τονίζοντας πάντως τη συνθετότητα του ρόλου που πρέπει να έχει ο σύγχρονος πολιτικός.
Αυτή τη συνθετότητα την αναγνώριση της οποίας οι ψηφοφόροι ακόμα αναζητούν στους ηγέτες της αντιπολίτευσης, ως απαραίτητο τεκμήριο της εμπιστοσύνης σ’ αυτούς.