Η απόφαση της διαγραφής ήταν μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη μίας σταδιακά κλιμακούμενης έντασης μεταξύ του νυν και του πρώην πρωθυπουργού. Το διαζύγιο κατέστη μονόδρομος. Νομίζουμε ότι πρέπει, σε ψυχρό τόνο, να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η χώρα ουδέποτε έχει κερδίσει όταν η εξωτερική πολιτική γίνεται αντικείμενο σφοδρής κομματικής και δη εσωκομματικής διαμάχης. Το γεωπολιτικό τοπίο είναι τέτοιο, ώστε απαιτείται στιβαρή διεθνής παράσταση, με στόχο την εδραίωση της θέσης της χώρας στη διεθνή κοινότητα.
Αφήνοντας λοιπόν την εθνική πτυχή κατά μέρος, το ζήτημα περισσότερο χρωματίζεται από τα διαλυτικά φαινόμενα που παρατηρούνται στο πολιτικό σύστημα. Ενα ερώτημα που γεννάται είναι αν αυτή η εξέλιξη, και αφού παρέλθει ένας χρόνος μουδιάσματος, θα οδηγήσει σε εσωκομματικό ροκάνισμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ενα δεύτερο ερώτημα είναι αν πράγματι υπάρχουν συνθήκες για διαμόρφωση ενός συνασπισμού στον χώρο της άπω Δεξιάς, και αν ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος διαθέτει ρητορικές ικανότητες, θα θελήσει να τον εκπροσωπήσει.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δύο παράγοντες που δυνητικά συμβάλουν σε σταθεροποίηση στο κυβερνητικό κόμμα. Πρώτον, η σταδιακή αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, η οποία, αν παύσει να αντιμετωπίζεται επιπόλαια (οι κατηγορίες περί πράσινου ΣΥΡΙΖΑ), ενδέχεται να οδηγήσει σε ορισμένη συσπείρωση. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά η ισχυροποίηση του δεύτερου πόλου αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα σταθεροποίησης. Δεύτερον, η στάση της λεγόμενης καραμανλικής συνιστώσας. Θυμίζουμε ότι αυτή ήταν η μόνη ευνοημένη από τη σύγκρουση Σαμαρά και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αυτό κατέστη σαφές σε όσους δεν το έβλεπαν με την εκλογή Εβερτ στη θέση του προέδρου του κόμματος. (Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να επικαιροποιήσει τον συσχετισμό). Υπό αυτή την έννοια, η εν λόγω πλευρά έχει κάθε συμφέρον να ακολουθήσει μέση στάση, με έμφαση στην ενότητα του οικείου χώρου και βλέμμα στη μεθεπόμενη ημέρα.
Από τη δική μας σκοπιά, της λειτουργίας των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι η εξέλιξη όλων αυτών των διαλυτικών φαινομένων. Ηδη ο πολλαπλασιασμός κομμάτων εντός του Κοινοβουλίου αποτελεί εμπόδιο στην ανάδειξη σαφούς και εστιασμένης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση βραχυπρόθεσμα ευνοείται, ωστόσο μεσοπρόθεσμα ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι βιώσιμο. Δεν είναι βιώσιμο ούτε για εκείνη, διότι θα έχει καλλιεργήσει η ίδια την εικόνα ότι είναι μόνη αυτή συστημική. Αυτή η εικόνα από ένα σημείο και μετά καθίσταται και μειονέκτημα. Ιδίως αν τα ποσοστά δεν δείχνουν αυτοδυναμία. Ετσι, όσο και αν η διαγραφή προκαλέσει ορισμένη εσωκομματική συσπείρωση, θα πρέπει κάποιος να διαχειριστεί (ή να καρπωθεί) μία ενδεχόμενη ευρύτερη, πιο χαοτική αποσυσπείρωση.
Ο Νίκος Παπασπύρου είναι αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή (ΕΚΠΑ)