Το Μουντιάλ της Ουρουγουάης

1930. Ενας σεισμός συγκλόνιζε τη νότια Ιταλία, θάβοντας 1.500 Ναπολιτάνους, η Μαρλέν Ντίτριχ τραγουδούσε τον Γαλάζιο Αγγελο, ο Στάλιν σφετεριζόταν ολοκληρωτικά τη Ρωσική Επανάσταση, ο ποιητής Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι αυτοκτονούσε. Οι Αγγλοι έριχναν στη φυλακή τον Μαχάτμα Γκάντι, ο οποίος με το να απαιτεί ανεξαρτησία και πατρίδα είχε παραλύσει την Ινδία, ενώ με τα ίδια λάβαρα ο Αουγκούστο Σέσαρ Σαντίνο ξεσήκωνε τους αγρότες της Νικαράγουας και οι Αμερικανοί πεζοναύτες επιχειρούσαν να τον νικήσουν με την πείνα, καίγοντας τις καλλιέργειες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλοί χόρευαν το νέο μπούγκι βούγκι, όμως η ευφορία της τρελής δεκαετίας του ’20 είχε καταρρεύσει από τα άγρια πλήγματα της κρίσης του 1929.

Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είχε κάνει βουτιά, προκαλώντας την κάθετη πτώση των διεθνών τιμών και οδηγώντας στην άβυσσο πολλές λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις. Στο βάραθρο της παγκόσμιας κρίσης, η κατάρρευση της τιμής του κασσίτερου έριχνε τον πρόεδρο Ερνάντο Σίλες της Βολιβίας, και τοποθετούσε στη θέση του έναν στρατηγό, ενώ εκείνη του κρέατος και των σιτηρών έριχνε τον πρόεδρο Ιππόλυτο Ιριγκόγεν της Αργεντινής, και τη θέση του έπαιρνε ένας άλλος στρατηγός. Στη Δομινικανή Δημοκρατία, η πτώση της τιμής της ζάχαρης άνοιγε τον κύκλο της δικτατορίας του επίσης στρατηγού Ραφαέλ Τρουχίγιο, που εγκαινίαζε την εξουσία του δίνοντας το όνομά του στο λιμάνι και στην πρωτεύουσα της χώρας.

Στην Ουρουγουάη, το πραξικόπημα θα εκδηλωνόταν τρία χρόνια αργότερα. Το 1930 η χώρα είχε μόνο μάτια και αφτιά για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Με τις νίκες της στα δύο τελευταία ολυμπιακά τουρνουά της Ευρώπης η Ουρουγουάη είχε γίνει ο αδιαφιλονίκητος αμφιτρύωνας του πρώτου Μουντιάλ. Στο λιμάνι του Μοντεβιδέο κατέφθασαν δώδεκα χώρες. Ολόκληρη η Ευρώπη ήταν προσκεκλημένη, όμως μόλις τέσσερις ομάδες διέσχισαν τον ωκεανό για τις νότιες ακτές: «Είναι πολύ μακριά και τα εισιτήρια κοστίζουν», έλεγαν στην Ευρώπη.

Ενα πλοίο έφερε από τη Γαλλία το τρόπαιο του Ζιλ Ριμέ, συνοδευόμενο από τον ίδιο τον δον Ζιλ, πρόεδρο της FIFA και την εθνική ομάδα της Γαλλίας, που ήρθε απρόθυμα. Η Ουρουγουάη εγκαινίασε πανηγυρικά ένα μνημειώδες σκηνικό, που κατασκευάστηκε σε οκτώ μήνες. Το στάδιο ονομάστηκε Σεντενάριο, για να γιορτάσει τα εκατοστά γενέθλια του Συντάγματος, που πριν από έναν αιώνα είχε αρνηθεί τα πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες, τους αναλφάβητους και τους φτωχούς.

Στον τελικό ανάμεσα στην Ουρουγουάη και την Αργεντινή, στις κερκίδες δεν έπεφτε καρφίτσα. Το στάδιο ήταν μια θάλασσα από τσόχινα καπέλα. Οι φωτογράφοι φορούσαν κι αυτοί καπέλα και κρατούσαν κάμερες με τρίποδα. Οι τερματοφύλακες φορούσαν κασκέτα και ο διαιτητής φαρδιά, μαύρη βράκα, που του κάλυπτε τα γόνατα.

Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1930 άξιζε μόνο μια στήλη είκοσι γραμμών στην ιταλική εφημερίδα «La Gazzetta dello Sport». Κοντολογίς, επαναλαμβανόταν η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1928 στο Αμστερνταμ, όπου οι δύο χώρες του Ρίο ντε λα Πλάτα πρόσβαλαν την Ευρώπη, δείχνοντάς της πού παιζόταν το καλύτερο ποδόσφαιρο στον κόσμο. Οπως και το 1928, η Αργεντινή πήρε τη δεύτερη θέση. Η Ουρουγουάη, που στο πρώτο ημίχρονο έχανε 2-1, κέρδισε με 4-2 και κατέκτησε το Κύπελλο. Για να διαιτητεύσει στον τελικό ο Βέλγος Τζον Λανζανί είχε απαιτήσει ασφάλεια ζωής, αλλά εκτός από κάποιους καβγάδες στις κερκίδες δεν συνέβη τίποτε άλλο. Αργότερα, το πλήθος πετροβόλησε το προξενείο της Ουρουγουάης στο Μπουένος Αϊρες. Την τρίτη θέση κατέκτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, με μερικούς Σκωτσέζους στη σύνθεσή τους οι οποίοι πρόσφατα είχαν πάρει αμερικανική υπηκοότητα, και την τέταρτη η Γιουγκοσλαβία. Ούτε ένας αγώνας δεν τελείωσε ισόπαλος. Πρώτος σκόρερ ανακηρύχθηκε ο Αργεντινός Στάμπιλε, με οκτώ γκολ, και ακολούθησε ο Ουρουγουανός Σέα, με πέντε. Το πρώτο γκολ στην ιστορία του Μουντιάλ το σημείωσε ο Γάλλος Λουί Λοράν επί του Μεξικού. Τον Νασάτσι δεν τον περνούσαν ούτε οι ακτίνες X. Τον αποκαλούσαν «Ο Τρομερός».

«Το γήπεδο είναι ένα χωνί», έλεγε, «και στο στόμιο του χωνιού βρίσκεται η μικρή περιοχή». Εκεί, στη μικρή περιοχή, έκανε κουμάντο αυτός. Ο Χοσέ Νασάτσι, αρχηγός της εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης το 1924, το 1928 και το 1930, ήταν ο πρώτος αρχηγός του ποδοσφαίρου της χώρας. Ηταν η κινητήρια δύναμη όλης της ομάδας, που λειτουργούσε στους ρυθμούς της φωνής του. Εκείνη η φωνή προειδοποιούσε, διαμαρτυρόταν, εμψύχωνε. Κανείς δεν άκουσε ένα παράπονο από τα χείλη του.

Ο Καμί

Το 1930 ο Αλμπέρ Καμί ήταν o Αγιος Πέτρος που φύλαγε την πόρτα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Πανεπιστημίου του Αλγερίου. Είχε συνηθίσει να παίζει τερματοφύλακας από παιδί, γιατί στο τέρμα δεν έλιωναν γρήγορα τα παπούτσια.

Φτωχόπαιδο, ο Καμί δεν είχε την πολυτέλεια να τρέχει στα γήπεδα: Κάθε βράδυ η γιαγιά του έλεγχε τις σόλες των παπουτσιών, κι αν τις έβρισκε φθαρμένες, του τις έβρεχε. Τα χρόνια που έκανε τον τερματοφύλακα, ο Καμί έμαθε πολλά πράγματα:

Από τους ουρουγουανούς παγκόσμιους πρωταθλητές, ο Περούτσο Πετρόνε έφυγε για την Ιταλία. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1931, με τη Φιορεντίνα: την ίδια μέρα έβαλε έντεκα γκολ. Δεν άντεξε πολύ καιρό στην Ιταλία.

Ηταν ο πρώτος σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος και η Φιορεντίνα του πρόσφερε ό,τι ήθελε, όμως o Πετρόνε βαρέθηκε γρήγορα τις φανφάρες του ανερχόμενου φασισμού.

Η αηδία και η νοσταλγία τον έφεραν πίσω στο Μοντεβιδέο, όπου συνέχισε να πετυχαίνει τα τρομερά του γκολ για λίγο καιρό ακόμα. Δεν ήταν ούτε τριάντα ετών όταν αναγκάστηκε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Τον ανάγκασε να το κάνει η FIFA, γιατί είχε σπάσει το συμβόλαιό του με τη Φιορεντίνα. Λένε ότι ο Πετρόνε ήταν ικανός να γκρεμίσει τοίχο με το σουτ του. Ποιος ξέρει. Πάντως είναι αποδεδειγμένο ότι οι τερματοφύλακες λιποθυμούσαν και ότι τα σουτ του τρυπούσαν τα δίχτυα. Στο μεταξύ, στην απέναντι όχθη του Ρίο ντε λα Πλάτα, ο Αργεντινός Μπερναμπέ Φερέιρα εξαπέλυε τις βολίδες του λες κι ήταν δαιμονισμένος.

Οπαδοί όλων των ομάδων έτρεχαν να δουν το «Θηρίο», που σούταρε από πολύ μακριά, διαπερνούσε όλες τις άμυνες κι έστελνε την μπάλα στα δίχτυα μαζί με τον τερματοφύλακα.

Πριν και μετά τον αγώνα, καθώς και στη διάρκεια του ημιχρόνου, τα μεγάφωνα μετέδιδαν ένα τάνγκο που είχε γραφτεί ειδικά για τον πυροβολητή. Το 1930, η εφημερίδα πρόσφερε μεγάλο χρηματικό βραβείο στον τερματοφύλακα που θα κατόρθωνε να εμποδίσει τον Μπερναμπέ να σκοράρει. Και μια μέρα, την ίδια χρονιά, ο Μπερναμπέ αναγκάστηκε να βγάλει τα παπούτσια του, για να αποδείξει ότι δεν έκρυβε κάποιο σίδερο στις μύτες των παπουτσιών του.