Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970

1970. Στην Πράγα πέθαινε o Γίρι Τρίνκα, δάσκαλος του κινηματογράφου με μαριονέτες, και στο Λονδίνο πέθαινε ο Μπέρτραντ Ράσελ, ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα πολυτάραχης ζωής. Σε ηλικία είκοσι ετών έπεφτε στη Μανάγκουα ο ποιητής Ρουγάμα, πολεμώντας ολομόναχος ενάντια σε ένα Τάγμα του Σομόζα. Ο κόσμος έχανε τη μουσική του: οι Μπιτλς διαλύονταν από υπερβολική δόση επιτυχίας, ενώ από υπερβολική δόση ναρκωτικών χάναμε τον κιθαρίστα Τζίμι Χέντριξ και την τραγουδίστρια Τζάνις Τζόπλιν.

Ενας τυφώνας σάρωνε το Πακιστάν κι ένας σεισμός έσβηνε από τον χάρτη δεκαπέντε πόλεις των Ανδεων, στο Περού. Στην Ουάσιγκτον, κανείς δεν πίστευε πια στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν. Σύμφωνα με το Πεντάγωνο, οι νεκροί έφταναν το ένα εκατομμύριο, ενώ οι αμερικανοί στρατηγοί επέλεγαν τη φυγή εισβάλλοντας στην Καμπότζη. Ο Αλιέντε ξεκινούσε την εκλογική του εκστρατεία για την προεδρία της Χιλής, ύστερα από τρεις ήττες, και υποσχόταν γάλα για όλα τα παιδιά και την εθνικοποίηση του χαλκού.

Καλά πληροφορημένες πηγές στο Μαϊάμι ανακοίνωναν την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή! Αρχιζε η πρώτη απεργία στην ιστορία του Βατικανού. Οι υπάλληλοι του Αγίου Πατέρα σταύρωναν τα χέρια στη Ρώμη, ενώ στο Μεξικό υπήρχε μεγάλη κινητικότητα στα πόδια των παικτών από δεκαέξι χώρες: άρχιζε το 9ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Συμμετείχαν είκοσι ευρωπαϊκές ομάδες, πέντε αμερικανικές, το Ισραήλ και το Μαρόκο. Στον εναρκτήριο αγώνα ο διαιτητής ύψωσε για πρώτη φορά την κίτρινη κάρτα.

Η κίτρινη κάρτα, σημάδι προειδοποίησης, και η κόκκινη κάρτα, που σήμαινε αποβολή, δεν ήταν οι μοναδικές καινοτομίες στο Μουντιάλ του Μεξικού. Ο κανονισμός επέτρεψε επίσης την αλλαγή δύο παικτών κατά τη διάρκεια του αγώνα. Μέχρι τότε μόνο o τερματοφύλακας μπορούσε να αντικατασταθεί σε περίπτωση τραυματισμού, και δεν ήταν δύσκολο να μειωθεί, με κλωτσιές, ο αριθμός των παικτών της αντίπαλης ομάδας.

Εικόνες από το Κύπελλο του 1970: ο Μπεκενμπάουερ, με το χέρι δεμένο, να αγωνίζεται μέχρι την τελευταία στιγμή. Το πείσμα του Τοστάο, που είχε πρόσφατα εγχειριστεί στο μάτι, να ανταπεξέρχεται γενναία σε όλους τους αγώνες. Οι πτήσεις του Πελέ, στο τελευταίο του Μουντιάλ: «Πηδήσαμε μαζί, αλλά όταν εγώ προσγειώθηκα, είδα τον Πελέ να αιωρείται ακόμα στον αέρα», αφηγήθηκε ο Μπούρνιτς, ο ιταλός αμυντικός που τον μάρκαρε.

Τέσσερις παγκόσμιες πρωταθλήτριες, η Βραζιλία, η Ιταλία, η Δυτική Γερμανία και η Ουρουγουάη, συμμετείχαν στους ημιτελικούς. Η Γερμανία κατέλαβε την τρίτη θέση, η Ουρουγουάη την τέταρτη. Στον τελικό, η Βραζιλία συνέτριψε την Ιταλία με 4-1. Ο αγγλικός Τύπος σχολίασε: «Θα έπρεπε να απαγορεύεται ένα τόσο ωραίο ποδόσφαιρο». Οταν κάποιος θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του τελευταίου γκολ, σηκώνεται όρθιος: η μπάλα πέρασε απ’ όλη τη Βραζιλία, από τα πόδια και των έντεκα παικτών, και τέλος ο Πελέ τη σέρβιρε έτοιμη στο πιάτο, χωρίς καν να κοιτάξει, στον Κάρλος Αλμπέρτο, που ερχόταν σαν σίφουνας, και σκόραρε.

Πρώτος σκόρερ με δέκα γκολ αναδείχθηκε ο Γερμανός Γκερντ Μίλερ, ακολουθούμενος από τον Βραζιλιάνο Ζαϊρζίνιο, που σημείωσε επτά. Ως πρωταθλήτρια για τρίτη φορά, η αήττητη Βραζιλία κράτησε το Κύπελλο Ζιλ Ριμέ ιδιοκτησία της. Στα τέλη του 1983 το κύπελλο εκλάπη και πουλήθηκε, αφού πρώτα έγινε δυο κιλά καθαρό χρυσάφι. Ενα αντίγραφο βρίσκεται στη θέση του, στη βιτρίνα.

Το γκολ του Ζαϊρζίνιο

Σε ένα σπουδαίο παιχνίδι η Βραζιλία αντιμετώπιζε την Αγγλία. Ο Τοστάο δέχτηκε την μπάλα από τον Πάουλο Σέζαρ και προχώρησε όσο μπορούσε. Ολη η Αγγλία ήταν κλεισμένη στην περιοχή. Ακόμα και η βασίλισσα βρισκόταν εκεί. Ο Τοστάο αποφεύγει έναν, δύο, τρεις, και δίνει την μπάλα στον Πελέ. Τρεις παίκτες σπεύδουν να τον κλείσουν. Ο Πελέ προσποιείται ότι θα κάνει κίνηση και τους εξουδετερώνει και τους τρεις, σταματάει απότομα, γυρνάει και αφήνει την μπάλα στα πόδια του επερχόμενου Ζαϊρζίνιο.

Ο Ζαϊρζίνιο είχε μάθει να ξεμαρκάρεται στις πιο σκληρές συνοικίες του Ρίο ντε Τζανέιρο: πετάχτηκε σαν μαύρη σφαίρα, απέφυγε έναν Αγγλο και η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα του Γκόρντον Μπανκς. Ηταν το γκολ της νίκης. Η βραζιλιάνικη επίθεση, με ρυθμό γιορτής, είχε ελευθερωθεί από το μαρκάρισμα επτά αντιπάλων. Το ατσάλινο οχυρό είχε λιώσει κάτω από τον ζεστό άνεμο που φύσηξε από τον Νότο.

Η γιορτή

Υπάρχουν χωριά και χωριουδάκια στη Βραζιλία που δεν έχουν εκκλησία, αλλά δεν υπάρχει κανένα χωρίς γήπεδο. Η Κυριακή είναι η μέρα που δουλεύουν περισσότερο οι καρδιολόγοι σε ολόκληρη τη χώρα. Μια συνηθισμένη Κυριακή μπορεί οποιοσδήποτε να πεθάνει από συγκίνηση, παρακολουθώντας την τελετή της μπάλας. Μια Κυριακή δίχως ποδόσφαιρο, μπορεί να πεθάνει από ανία.

Οταν η ομάδα της Βραζιλίας έχασε στο Μουντιάλ του ’66, σημειώθηκαν αυτοκτονίες και νευρικοί κλονισμοί, οι σημαίες κρέμονταν μεσίστιες και τα κρέπια στις πόρτες ήταν μαύρα. Μια λιτανεία πενθούντων πλημμύρισε τους δρόμους, που κήδεψε χορεύοντας το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, με φέρετρο κι απ’ όλα.

Τέσσερα χρόνια αργότερα η Βραζιλία κέρδισε για τρίτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τότε o Νέλσον Ροντρίγκες έγραψε ότι οι Βραζιλιάνοι έπαψαν να φοβούνται τον μπόγια και ντύθηκαν όλοι βασιλιάδες με ερμίνα και κορώνα.

Στο Μουντιάλ του 1970 η Βραζιλία έπαιξε ένα ποδόσφαιρο αντάξιο του λαού της, που είχε όρεξη να γιορτάσει και να απολαύσει ομορφιά. Ηδη είχε επιβληθεί στον κόσμο η μετριότητα του αμυντικού ποδοσφαίρου, με όλη την ομάδα πίσω, σε διπλές ζώνες άμυνας, κι ένα δυο απομονωμένους παίκτες στην επίθεση. Ηταν ήδη απαγορευμένες οι παρακινδυνευμένες πρωτοβουλίες και ο δημιουργικός αυθορμητισμός. Κι εκείνη η Βραζιλία ήταν μια έκπληξη: παρουσίασε μια ομάδα άκρως επιθετική, που έπαιζε με τέσσερις επιθετικούς, τον Ζαϊρζίνιο, τον Τοστάο, τον Πελέ και τον Ριβελίνο, οι οποίοι συχνά γίνονταν πέντε, ακόμα και έξι, όταν προωθούνταν από πίσω ο Ζέρσον και ο Κάρλος Αλμπέρτο. Αυτός ο οδοστρωτήρας συνέτριψε την Ιταλία στον τελικό.

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, παρόμοια τόλμη θα εθεωρείτο αυτοκτονία. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 η Βραζιλία ξανακέρδισε στον τελικό την Ιταλία. Κέρδισε στα πέναλτι, ύστερα από εκατόν είκοσι λεπτά χωρίς γκολ. Αν δεν ήταν τα πέναλτι, οι εστίες των ομάδων θα συνέχιζαν απαραβίαστες επ’ άπειρον.

Οι στρατηγοί και το ποδόσφαιρο

Το 1970, στο καρναβάλι της νίκης, ο στρατηγός Μέντισι, δικτάτορας της Βραζιλίας, χάρισε λεφτά στους παίκτες, πόζαρε με το τρόπαιο στα χέρια, έκανε μάλιστα και μια κεφαλιά με την μπάλα μπροστά στις κάμερες. Ο ύμνος που είχε συντεθεί για την εθνική ομάδα, το Pra frente Brasil, έγινε η επίσημη μουσική της κυβέρνησης, ενώ η φωτογραφία του Πελέ, να ίπταται πάνω από το γρασίδι, συνόδευε στην τηλεόραση τα μηνύματα που ανακοίνωναν: Τίποτα πλέον δεν σταματά τη Βραζιλία.

Οταν η Αργεντινή κέρδισε το Μουντιάλ του ’78, ο στρατηγός Βιντέλα χρησιμοποίησε με τα ίδια μηνύματα τη φωτογραφία του Κέμπες, που έμοιαζε ασυγκράτητος σαν λαίλαπα. Το ποδόσφαιρο είναι η πατρίδα, η εξουσία είναι το ποδόσφαιρο: Εγώ είμαι η πατρίδα, έλεγαν εκείνες οι στρατιωτικές δικτατορίες. Στο μεταξύ, ο στρατηγός Πινοσέτ, ο ισχυρός άνδρας της Χιλής, έγινε πρόεδρος της Κόλο-Κόλο, της δημοφιλέστερης ομάδας της χώρας, και ο στρατηγός Γκαρσία Μέσα, που είχε πάρει την εξουσία στη Βολιβία, έγινε πρόεδρος της Βίλστερμαν, μιας ομάδας με πολλούς και ένθερμους οπαδούς. Το ποδόσφαιρο είναι ο λαός, η εξουσία είναι το ποδόσφαιρο: Εγώ είμαι ο λαός, έλεγαν εκείνες οι στρατιωτικές δικτατορίες.