«Δεν μπορούμε να “διαβάζουμε”τις προθέσεις ενός ανθρώπου»

Σε βαρύ πένθος έχει βυθιστεί η οικογένεια της Ράνιας, της 36χρονης γυναίκας που έχασε τη ζωή της όταν 33χρονος γάλλος οδηγός την παρέσυρε με το αυτοκίνητό του μέρα μεσημέρι στην Κρήτη. Και ενώ η τραγική κατάληξη της αδικοχαμένης γυναίκας ραγίζει καρδιές, η αμετανόητη και αλλοπρόσαλλή συμπεριφορά του θύτη μετατρέπει τη θλίψη της τοπικής κοινωνίας σε οργή, αναζητώντας απαντήσεις για τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στην Ψυχιατρική Κλινική του Νοσοκομείου Ρεθύμνου.

Για την υπόθεση έχει διαταχθεί ΕΔΕ από την 7η Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης, με τo σχετικό πόρισμα να αναμένεται. Στο μεσοδιάστημα όμως τα ερωτήματα που μένουν μετέωρα είναι πολλά: Η απόφαση του ψυχιάτρου ότι ο 33χρονος δεν χρήζει νοσηλείας, έπειτα από σχετική εισαγγελική εντολή που εκδόθηκε μόλις μία εβδομάδα πριν από το αποτρόπαιο έγκλημα, λήφθηκε «ελαφρά τη καρδία»; Μήπως, η ιστορία θα είχε γραφτεί διαφορετικά εάν οι αστυνομικές αρχές «μοιράζονταν» με τους γιατρούς τον φάκελο του δράστη; Αλλά και πόσες καταγγελίες για βίαιη συμπεριφορά είναι αρκετές για να κινητοποιηθούν αποτελεσματικά οι αρμόδιες αρχές και φορείς;

Ξύνοντας όμως κανείς την επιφάνεια της υπόθεσης αυτής βρίσκεται αντιμέτωπος με ευρύτερα και θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν την ψυχική ασθένεια, τα δικαιώματα των ασθενών αλλά και των πολιτών με γνώμονα αφενός τη φροντίδα και αφετέρου την ασφάλειά τους, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της επιστήμης και του συστήματος υγείας, την προβλεψιμότητα ή μη των πράξεων μιας διαταραγμένης ψυχής…

«Εμείς, ως ψυχίατροι, δεν έχουμε έναν τρόπο να “διαβάζουμε” τις προθέσεις ενός ανθρώπου. Προσπαθούμε να συνθέσουμε το προφίλ του ασθενή από τη συμπεριφορά του – από εκείνα που λέει ή δεν λέει, όσα μαρτυρούν το ύφος του προσώπου του, η στάση του σώματός του, το ιστορικό του… Ο κόσμος νομίζει ότι διαθέτουμε έναν μαγικό τρόπο, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια», είναι η κατάθεση ενός γνωστού ψυχιάτρου που υπηρετεί στην «πρώτη γραμμή» του ΕΣΥ.

Ο ίδιος ζητά από «ΤΑ ΝΕΑ» να τηρηθεί η ανωνυμία του, δεδομένου ότι η ΕΔΕ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και συνεπακόλουθα αρνείται να αναλάβει τον ρόλο του υπερασπιστή ή του κριτή. Δέχεται όμως να μιλήσει για την επιστήμη του, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της, το πλήθος εισαγγελικών εντολών για ψυχιατρικές γνωματεύσεις αλλά και για ακούσιες νοσηλείες, καθώς και για τα κενά του συστήματος.

Εξηγεί πως «η επικινδυνότητα, δηλαδή η βίαιη συμπεριφορά προς τρίτους, όπως και η αυτοκτονικότητα είναι κατά βάση αντιδράσεις που βασίζονται στην παρορμητικότητα. Συνεπακόλουθα και υπό το πρίσμα αυτό η αξιολόγηση είναι από τη φύση της δύσκολη. Μπορεί, για παράδειγμα, να μεσολαβήσει μεταξύ μιας γνωμάτευσης και μιας βίαιης συμπεριφοράς ένας εκλυτικός παράγοντας που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει». Στο ερώτημα, δε, εάν η Αστυνομία παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες στους ψυχιάτρους που καλούνται να προβούν σε σχετικές γνωματεύσεις, η απάντησή του είναι αφοπλιστική. «Πολύ σπάνια έρχονται περιστατικά συνοδευόμενα από καταθέσεις. Δεν πρόκειται όμως για απουσία διάθεσης συνεργασίας. Τις περισσότερες φορές οι αστυνομικοί που τους συνοδεύουν δεν γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι…».

Μοιραία η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη γίνεται συχνά στα «τυφλά», με τους ειδικούς εντούτοις να τονίζουν πως όταν ένα περιστατικό κρίνεται ότι χρειάζεται νοσηλεία αυτό θα συμβεί παρά τις πιθανές ελλείψεις του συστήματος υγείας – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις διαθέσιμες κλίνες. «Εν ανάγκη θα μπει ράντζο, όπως ακριβώς ισχύει με έναν χειρουργικό ή καρδιολογικό ασθενή που χρήζει νοσηλείας». Επειτα, διαπιστώνει πως το τραγικό αυτό συμβάν που εκτυλίχθηκε στην Κρήτη ανήκει στις εξαιρέσεις. Και αυτό διότι ο κανόνας θέλει «τέτοιες εγκληματικές ενέργειες να γίνονται σε βάρος μελών της οικογενείας και συνήθως σε συγγενείς πρώτου βαθμού». Και στέκεται σε ένα ακόμα κρίσιμο σημείο, αυτό του κοινωνικού στίγματος, επιμένοντας ότι «σε γενικές γραμμές με την έγκαιρη παρέμβαση και φροντίδα των ατόμων με ψυχικές διαταραχές, η επικινδυνότητα και η αυτοκτονικότητα δεν διαφέρει από τις αντίστοιχες τάσεις που καταγράφονται στον γενικό πληθυσμό».

«Mαύρο κεφάλαιο». Εν τω μεταξύ ο πρόεδρος των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλης Γιαννάκος, εστιάζει σε ένα ακόμα «μαύρο κεφάλαιο» όταν σχολιάζει αφενός ότι η… έκρηξη βίας εντός (αλλά και εκτός) συνόρων οφείλεται κυρίως σε «γνωστικούς την ώρα που στην κοινότητα «κυκλοφορούν χιλιάδες άτομα με ψυχική νόσο που δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα». Και αφετέρου όταν ασκεί κριτική στα στρεβλά του συστήματος.

«Στη χώρα μας έχουμε τον υψηλότερο δείκτη εισαγγελικών εντολών σε άτομα που ζητείται ψυχιατρική εξέταση για να διαπιστωθεί εάν απαιτείται εγκλεισμός σε ψυχιατρική κλινική λόγω αυτοκαταστροφικής ή ετεροκαταστροφικής συμπεριφοράς, σε σχέση με όλες τις χώρες της Ευρώπης. Το ποσοστό νοσηλευόμενων ασθενών με εισαγγελική εντολή είναι 50% των συνολικά νοσηλευομένων σε μονάδες ψυχικής υγείας οξέων περιστατικών, όταν το αντίστοιχο στις ευρωπαϊκές χώρες είναι 5%. Χαώδης διαφορά» τονίζει.

Ο ίδιος όμως δίνει έμφαση και σε πιθανές αστοχίες σε ό,τι αφορά την υπόθεση της Κρήτης, σημειώνοντας πως παρότι ο νόμος επιβάλλει οι ψυχιατρικές γνωματεύσεις να φέρουν δύο υπογραφές η συγκεκριμένη είχε μόνο μία, χωρίς η Αστυνομία ή η Εισαγγελία να κρίνει απαραίτητή «την αναζήτηση σε άλλο νοσοκομείο και δεύτερου ψυχιάτρου να βεβαιώσει τη μη εισαγωγή».