Του ξέφυγε του μεγάλου Διονύσιου Σολωμού μια ανιστόρητη κοινοτοπία και από τότε διάφοροι τη χρησιμοποιούν ως βαρύγδουπη σοφία: «Εθνικόν το αληθές». Ναι αλλά τι και ποιο είναι κάθε φορά και για τον καθένα το «αληθές»; Και τι είναι σε κάθε περίπτωση για τον καθένα το «εθνικόν»; Αν συμφωνούσαμε όλοι πάνω σε αυτά τα δύο μεγάλα θέματα τότε δύο τινά θα συνέβαιναν: ή δεν θα υπήρχαν ιδεολογίες και κόμματα, ή θα ομολογούσαμε το ίδιο εννοώντας άσχετα πράγματα, κάτι που συμβαίνει συχνότατα: εγώ σου λέω ρε-λα-ρε και συ μου λες Μιρέλα.
Καταρχήν το είπε ξεκάθαρα ο Θουκυδίδης, αλλά και πάλι δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο: εθνικό είναι πάντα το «ξυμφέρον», το «λυσιτελές» οπότε ο δόλος, το ψεύδος, η στρεψοδικία, η απάτη είναι όλα πολιτικώς θεμιτά, αρκεί να σωθεί η πόλις. Και διότι, εκ των υστέρων, είναι ο νικητής που επιβάλλει αναδρομικά ποια είναι η αλήθεια, που ερμηνεύει κατά βούληση τα γεγονότα και νοηματοδοτεί ηθικώς τα πράγματα μέσα στον Χρόνο – ο Μακιαβέλι το διατυπώνει διαφορετικά: η νίκη είναι πάντα ηθική. Και ουαί τοις ηττημένοις, και ποιος θέλει να έχει την αλήθεια με το μέρος του αν έτσι χάνει την παρτίδα και την πατρίδα, αν ο πονηρός αντίπαλος επικρατεί και σε εξαφανίζει – άρα για ποια αλήθεια μιλάμε, πια; Η μόνη αλήθεια είναι η νίκη, η κυριαρχία, η επικράτηση, η επιβίωση – αν δεν επιβιώσεις δεν υπάρχει και καμιά αλήθεια προς συζήτηση. Ψόφησε ο κούρκος.
Κυνισμός, θα πείτε. Προφανώς, ναι. Και δεν αποτελεί άποψη, αλλά ομολογία της Ιστορίας. Ο πολύς και επιδέξιος υποκριτής Τσόρτσιλ σε στιγμές εξομολογητικές δήλωσε πως «η αλήθεια στον πόλεμο είναι τόσο σημαντική ώστε πρέπει πάντα να συνοδεύεται από δύο μπόντιγκαρντ ψεύδους». Και επίσης είχε δηλώσει πως «αν λέγαμε την αλήθεια τότε η Μεγάλη Βρετανία θα έπρεπε να χάσει όλες τις αποικίες της μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες». Ως επίσης και το «Δεν ήρθαμε ως εδώ επειδή ήμασταν από ζάχαρη».
Αρα ποιο είναι το εθνικόν και ποιο το αληθές; Εξάλλου υπάρχει μια βασική διαφορά: την αλήθεια την κυνηγούν οι φιλόσοφοι ενώ τη νίκη οι πολιτικοί – όποιος μπλέξει αυτά τα δυο, ή τον ρόλο του στην ιστορία, τότε τον τρώει ο μαύρος λύκος. Και είναι γνωστό πως την αλήθεια (όπως και τη διεθνή νομιμότητα) την επικαλούνται πιο πολύ οι αδύνατοι – μέχρι, βέβαια, να γίνουν δυνατοί. Μετά αντιστρέφεται πάλι το τροπάρι και πάει λέγοντας – να μη θυμίσουμε και την ιστορία των Μηλίων. Κι όσον αφορά το μήλον της έριδος εκεί πάντα γίνεται της τρελής – ενώ υπάρχει και το σουρεάλ ποίημα του Ζακ Πρεβέρ για τον Πικάσο: ο μέγας ζωγράφος μια μέρα ήθελε να ζωγραφίσει ένα μήλο, έστησε το τριπόδι, ετοίμασε τα χρώματα και τα πινέλα, κι έβαλε απέναντί του στο τραπέζι ένα μήλο, ως μοντέλο. Το κοίταξε από δω, το κοίταξε από εκεί, και τελικά πάει, πιάνει το μήλο και το τρώει.
Σε κάθε περίπτωση το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» προκύπτει απ’ τη θουκυδιδική παράδοση, αν και ακολουθώντας αυτή τη ρήση κάποιοι το παρακάνουν. Κι αυτό γιατί όλοι κοιτάζουνε το «ξυμφέρον» στην πολιτική, αλλά φροντίζουν οι πράξεις τους να έχουν κάποια επίφαση νομιμότητας, ηθικής, ακόμα και γενναιοδωρίας – να φαίνεται στον κόσμο πως κάνουν άμυνα ενώ επιτίθενται και πως κάνουν τη χάρη σε πληθυσμούς εξοντώνοντάς τους. Οτι διά της κατοχής σε απελευθερώνουν, και σε λυτρώνουν με τα βασανιστήρια. Ολοι θέλουν να σε απελευθερώσουν και ουδείς έχει «υπουργείο Πολέμου», παρά όλοι έχουν «υπουργείο Αμυνας». Κι ο Χίτλερ μπήκε στην Πολωνία «αμυνόμενος», όπως και η Σοβιετία στο Αφγανιστάν, κι όλοι είναι υπέρ της ειρήνης γι’ αυτό φτιάχνουν όλο και πιο καταστρεπτικά όπλα. Γιατί πιστεύουν στο αληθές και στη μαμά Τερέζα.
Οι επαναστάτες είναι πάντα «τρομοκράτες» κι όταν γίνουν κυβέρνηση λένε τρομοκράτες τους επόμενους που εξεγείρονται. Σόι πάει το βασίλειο και να ‘χαμε να λέγαμε και γόπες να φουνέρναμε. Αρα ποιο είναι το αληθές; Απλώς, ο καθείς, ο το παν της εξουσίας περιζωσάμενος, θέλει να περιγράψει το καθεστώς του ως επικράτηση της αλήθειας. Η ιδεολογία που εγκαθιστά, δηλαδή η νομιμότητά της, θέλει να κυριαρχήσει ως η μόνη αλήθεια. Παλιά γινόταν στο όνομα του Θεού, ο αυτοκράτωρ ήταν θέλημα Θεού κι όχι επιλογή των ανθρώπων. Αυτό ήταν ευφυές τέχνασμα και είχε πέραση για πολλούς αιώνες – έχουν γραφεί ύμνοι και δοξαστικά από σοβαρούς διανοούμενους (φανατικούς, ψέκες, ή συμφεροντολόγους) για την εκ Θεού, αδιαμφισβήτητη, εξουσία του βασιλέως. Ή, για το κόμμα που έχει πάντα δίκιο. (Να ‘τη πάλι η άτιμη η «αλήθεια»).
Και γιατί όχι; Πρόθυμους θα βρεις σε όλους τους αιώνες και βέβαια στους επόμενους. Αυτά τα καταφανώς διάτρητα κλισέ δεν θα αλλάξουν ποτέ, διότι είναι δοκιμασμένα, αλύγιστα. Και κάθε τόσο θα ακούμε κάποιον να επικαλείται τη ρήση του Σολωμού, διότι θα πιστεύει κι αυτός πως η δική του εκδοχή είναι η αληθινή, άρα είναι κι εθνική – αλλ’ αυτό κρίνεται μόνο εξ αποτελέσματος. Το αληθές είναι και εθνικόν, μόνο αν μας συμφέρει. Ποιος γείτονας κάνει κάτι διαφορετικό;