Θαλάσσιες ζώνες και ενεργειακοί διάδρομοι

Καμιά φορά η απόδειξη για μια επιτυχημένη πολιτική βρίσκεται στην προσπάθεια των αντιπάλων να την αντιγράψουν. Είναι 20 χρόνια τώρα που η Κύπρος ξεκίνησε τη διαδικασία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών της στην Ανατολική Μεσόγειο με εξαιρετική επιτυχία. Χρησιμοποιώντας ουσιαστικά το ίδιο κείμενο, δημιούργησε το πλαίσιο για στενή και επικερδή συνεργασία τόσο με την Αίγυπτο όσο και με το Ισραήλ (το οποίο, σημειωτέον, δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας αλλά την αποδέχεται πλέον ως σύνολο εθιμικών κανόνων), επιτρέποντας την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στη μείζονα περιοχή. Ακόμη και η συμφωνία οριοθέτησης με τον Λίβανο, την εφαρμογή της οποίας είχε εμποδίσει η Χεζμπολάχ, βγήκε αμέσως από το συρτάρι καθώς η χώρα παλεύει να ξανασταθεί στα πόδια της.

Οι συμβάσεις αυτές συμπληρώθηκαν σε πολιτικό επίπεδο με τα τριμερή σχήματα συνεργασίας: Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος, Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ, Ελλάδα – Κύπρος – Ιορδανία, συχνά με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε λογική 3+1, αρχικά στον τομέα της ενέργειας και αργότερα σε ευρύτερους σχηματισμούς και σε άλλα πεδία πολιτικής.

Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν έντονη καθώς αισθανόταν ότι αποκλείεται από το παιχνίδι της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και έμενε έξω από σχηματισμούς συνεργασίας και συμμετοχής, που την περιέβαλαν χωρίς να τη συνυπολογίζουν. Η απάντηση ήλθε με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν χρειάστηκε η καινοφανής και πάντως πρωτότυπη αντίληψη περί έναντι ακτών που παρακάμπτουν μεγαλύτερα και μικρότερα κατοικημένα νησιά που ανήκουν σε τρίτη χώρα: το μνημόνιο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης αντέγραφε στην πραγματικότητα την επιτυχημένη κυπριακή συνταγή, προσπαθώντας να αποτρέψει αντίστοιχες συμφωνίες της Ελλάδας με τη θαλάσσια γειτονιά της – οι συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία και την Αίγυπτο ακολούθησαν μέσα σε μήνες μετά από διαπραγματεύσεις πολλών ετών δημιουργώντας τα πρώτα κομμάτια της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).

Το ίδιο σενάριο εμφανίζεται ήδη και στη Συρία, η οποία μέχρι σήμερα είχε μείνει έξω από τον χάρτη των οριοθετήσεων και τον συνολικό ενεργειακό σχεδιασμό. Εχοντας στα αφτιά της τον απόηχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η διάλυση της οποίας καταγράφεται στη Συνθήκη της Λωζάννης 101 χρόνια πριν, η Τουρκία ανασύρει σκέψεις και σχέδια για την αναδιανομή και χρήση της περιοχής, τώρα που τα πράγματα είναι ρευστά και επομένως ευεπίφορα παρεμβάσεων. Είναι εύλογο η Συρία να επιδιώξει και αυτή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της και προδήλως θα πρέπει να το πράξει με την έναντι χώρα, που είναι η Κύπρος, καθώς και με την προσκείμενη, που είναι η Τουρκία. Η βιασύνη που εμφανίζεται τούτη την ώρα σκοπό έχει να διαγράψει πλήρως την παρουσία της Κύπρου από τον χάρτη, έτσι ώστε η συρο-τουρκική διευθέτηση να γίνει σε όλο το μήκος της μεσογειακής ακτής. Το καρότο, όπως άλλωστε και με την περίπτωση της Λιβύης, έγκειται στο γεγονός ότι όντως η Συρία θα μπορούσε να λάβει μια ευρύτερη θαλάσσια ζώνη έναντι της Τουρκίας από ό,τι θα ελάμβανε με την εφαρμογή της μέσης γραμμής μεταξύ της συριακής ακτής και της Κύπρου – «θα μπορούσε» είναι βέβαια η λέξη κλειδί καθώς η οριοθέτηση είναι πρωτίστως και κυρίως διαπραγμάτευση μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών.

Στην προκείμενη περίπτωση, η Τουρκία εμφανίζεται ως προστάτιδα δύναμη, πρόθυμη να εξαντλήσει τη γενναιοδωρία της στους αδελφούς της Συρίας. Ταυτοχρόνως και ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση επενδύει σε σχήματα διμερή, όπως ο αγωγός GREGY μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, ή πολυμερή, όπως ο Great Sea Interconnector, που επιδιώκει να διασυνδέσει το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα με την ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού, η Τουρκία επιχειρεί να βγάλει από τη ναφθαλίνη και παλαιές σκέψεις για ενεργειακή διασύνδεση μέσω του συριακού εδάφους, έτσι ώστε να μπορέσει να παγιωθεί ως μείζων ενεργειακός κόμβος, καθιστώντας τις εναλλακτικές θαλάσσιες οδεύσεις ασύμφορες και τελικώς μη αναγκαίες. Μόνο που στον ενεργειακό κόσμο, όπου οι επενδύσεις είναι μακρόχρονες και πανάκριβες, τα παιχνίδια της συγκυρίας δεν είναι πάντοτε πραγματοποιήσιμα ή ρεαλιστικά – και δικαιολογεί γιατί τα σχέδια της χερσαίας διασύνδεσης πηγαίνουν τόσο πίσω στο παρελθόν χωρίς ποτέ να υλοποιηθούν. Είναι ένα παιχνίδι ακρίβειας, που συνεχίζεται για τουλάχιστον έναν αιώνα τώρα.

Η Μαρία Γαβουνέλη είναι καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ