Κάποια μακρινά Χριστούγεννα

Στην μακρόχρονη ζωή μου, πολλά Χριστούγεννα έχω αξιωθεί να γιορτάσω μέχρι σήμερα. Μολονότι θυμάμαι πολλά, κάποια αναπόφευκτα ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου.

Κάποια άλλα όμως, έμειναν και θα μείνουν ολοζώντανα μέχρι το τέλος. Δεσπόζει όλων, εκείνη η χρονιά, Χριστούγεννα του 1967, όπου παραμονή Χριστουγέννων, πήρα το δρόμο του ξενιτεμού.

Έχω αναφερθεί κι άλλες φορές σε αυτό. Ένα μόνο θα αναφέρω εδώ, ότι μετά από το 1967, πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσουμε να «γιορτάσουμε» Χριστούγεννα τόσο οι αγαπημένοι μου γονείς πίσω στο μικρό μας νησί, όσο κι εγώ στο μεγάλο νησί που άνοιξε την αγκαλιά και μας δέχτηκε.

Εκείνη τη μέρα, για χρόνια θρηνούσαμε σιωπηλά το χωρισμό… Ανταλλάσσαμε κάρτες με ευχές, πού τηλεφωνήματα, πού τεχνολογία τότε. Στις ευχές μας, ακουγόμαστε «χαρούμενοι» και μιλούσαμε για τις ετοιμασίες που κάναμε για τη μεγάλη Μέρα. Όμως, γνωρίζαμε αρκετά καλά ποια ήταν η αλήθεια κι ας προσπαθούσαμε να ξεγελάμε εκείνοι εμένα κι εγώ αυτούς για να μην προσθέτουμε πικρία.

Τα επόμενα Χριστούγεννα, του 1968, ήταν τα πρώτα στη Μελβούρνη! Οι πρώτες εντυπώσεις, μένουν πάντα πιο έντονα στη μνήμη! Έτσι κι αυτά τα πρώτα Χριστούγεννα στην ξένη γη. Το ότι δεν ένιωσα «Χριστούγεννα», δεν οφειλόταν μόνο στον μεγάλο πόνο και καημό μου που βρισκόμουν στην άκρη του κόσμου, μακριά από αγαπημένους.

Πώς, όμως, να νιώσεις Χριστούγεννα, χωρίς χιόνια, κρύο, χωρίς παιδικές γλυκές φωνούλες να γυροφέρνουν τις γειτονιές και να ψάλλουν τα Κάλαντα… Καλήν εσπέραν άρχοντες / αν είναι ο ορισμός σας / Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας. Εμείς το αρχοντικό μας, το ‘χαμε σφαλίσει κι εγκαταλείψει ένα χρόνο πριν.

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα χωρίς καμπάνες να χτυπούν, καλώντας τους πιστούς στον Εσπερινό αποβραδίς και στη θεία λειτουργία το πρωί, ανήμερα!

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα χωρίς τα βουνά από κουραμπιέδες και μελομακάρονα στις βιτρίνες των Ζαχαροπλαστείων, χωρίς τις νοικοκυρές να πηγαινοφέρνουν τα ταψιά στους φούρνους μ΄ όλα τα γλυκά και τα καλούδια για την Άγια Μέρα;

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα χωρίς τις μυρωδιές που μοσχοβολούσε ο τόπος απ΄ άκρη σ΄ άκρη σε πόλεις και χωριά όπου κι αν περνούσες;

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα, χωρίς την μοσχοβολημένη Κουλούρα αποβραδίς όχι από Ζαχαροπλαστείο, αλλά φτιαγμένη με αγάπη και μεράκι από τα χέρια της νοικοκυράς με αγνά, σπιτίσια υλικά, με το «ηύρεμα» τη χαρά και την προσδοκία των παιδιών σε ποιον θα πέσει το ηύρεμα, (το νόμισμα που βάζουμε στο Χριστόψωμο) αφού αυτός θα ήταν κι ο ευλογημένος, ο τυχερός της χρονιάς και την ιεροτελεστία της κοπής της σε κάθε σπιτικό; Τα σμπάρα με την κοπή να δηλώνουν τη χαρά για τη Γέννηση του Χριστού και να διαλαλούν πως αξιώθηκε κι εφέτος ο νοικοκύρης να την κόψει; Κι εμείς στη Ζάκυνθο, κείνα τα χρόνια, κατάσπιτα με τις βραστές ανάλαδες μπροκολίνες στο βραδινό μας δείπνο, κανόνας απαράβατος τότε λόγω νηστείας!

«Ο παπάκης μου χρημάτισε ιερέας σε κάμποσες ενορίες στην πόλη και σε χωριά». Στη φωτογραφία απεικονίζονται οι γονείς της Διονυσίας, Σπυρίδων και Χρύσα Μούσουρα.

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα χωρίς να σηκωθείς χαράματα να πας στην εκκλησία, χωρίς το παραδοσιακό αυγολέμονο από 2-3 λογιών κρέας, με τα μπόλικα αυγά και το πολύ λεμόνι μέσα και τα αυγά «δαρμένα» με δυο ενωμένα πιρούνια από τη νοικοκυρά που τα χτυπούσε για ώρα! Δεν υπήρχαν ηλεκτρικές συσκευές τότε, όλα με τα χέρια γίνονταν!

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα χωρίς να ανταλλάσσεις συνέχεια ευχές με δικούς, με γείτονες με χωριανούς ακόμα και με ξένους!

Ημέρα Αγάπης, ημέρα χαράς, ημέρα που παραμερίζεις τη φτώχεια, τη στενοχώρια, τα προβλήματα, όλα μπορούν να περιμένουν. Κι αύριο μέρα του Θεού είναι, σήμερα όμως γιορτή μεγάλη!

Πώς να νιώσεις Χριστούγεννα με 40 βαθμούς θερμοκρασία υπό σκιά!

Χριστούγεννα στη θάλασσα με μαγιό. Κι έναν Άγιο Βασίλη μπαμπουλωμένο στη στολή του και στα ψεύτικα μακριά του γένια και μαλλιά να βγάζει τη μπέμπελη από τη ζέστη!

Χριστούγεννα με μπάρμπεκιου! Με σαλάτες, με μπίρες και καλοκαιρινά γλυκά! Χωρίς να φοράμε τα καινούρια μας ρούχα τα καινούρια μας παπούτσια εμείς τα παιδιά, στολισμένα, περιποιημένα, καμαρωτά, να πάμε στην εκκλησία!

Εδώ, σαγιονάρες μαγιό και θάλασσα! Και παγωτό χωνάκι από τον πλανόδιο παγωτατζή με τη γνωστή μουσική για να μαζεύονται τα πιτσιρίκια στο άκουσμά του! Και αντί για «Χρόνια Πολλά» να ακούς και να λες κι εσύ, «Merry Christmas!» Αφού ο γείτονας, ο διπλανός σου, ο συνάδελφός σου, άλλη φυλή. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Μην κοιτάτε τώρα που οι συνθήκες άλλαξαν και το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα πλέον. Τότε, οι μη Έλληνες στην Ελλάδα, ήταν μειοψηφία κι αν πεις για επαρχίες και νησιά, μετρημένοι στα δάχτυλα.

Αυτά ήταν τα πρώτα μου Χριστούγεννα στην καινούρια πατρίδα! Καμία σχέση με ό,τι είχα βιώσει μέχρι τότε. Αλλά και καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα!

Κι η επόμενη μέρα των Χριστουγέννων, της Παναγίας, όπου γιόρταζε, παλιά, ο Παναγιώτης και το έθιμο καλούσε για ψητό με πατάτες στο φούρνο και σαλάτα με ρόκα, (ρούκα τη λέγαμε παλιά), ραπανάκια κ.ά και τις απαραίτητες κατσάμπες, τα χειμωνιάτικα πεπόνια που φυλάγαμε σε δροσερό μέρος για αυτή τη μέρα!

Εδώ, η άσφαλτος ζεματούσε, πάνω από 40 βαθμοί η θερμοκρασία κι εμείς άμαθοι από τέτοια αποπνικτική ατμόσφαιρα, βρεχόμαστε με το λάστιχο του κήπου για να δροσιστούμε.

Το μυαλό έτρεχε συνέχεια πίσω, πίσω στον αγαπημένο τόπο, πίσω στους αγαπημένους ανθρώπους! Κι έφερνε στη μνήμη τραγικές αλλά κι ευτράπελες θύμησες.

Ο παπάκης μου χρημάτισε ιερέας σε κάμποσες ενορίες στην πόλη και σε χωριά. Από όπου κι αν πέρασε, αγαπητός, σεβαστός και με άριστες σχέσεις αγάπης και συνεργασίας με όλους τους ενορίτες. Ήταν πολύ τυπικός και αυστηρός στην τήρηση των κανόνων της εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, όμως, ακόμα και στην εμφάνιση των εκκλησιαζομένων αμφοτέρων των φύλων κι εμάς των παιδιών! Ουδέποτε κοινώνησε γυναίκα που πήγε να πάρει τη θεία μετάληψη με κραγιόν ή με μη ευπρεπές ντύσιμο για εκκλησία.

Επίσης, ουδέποτε κοινώνησε ενορίτη ανεξαρτήτως ηλικίας, αν δεν είχε εξομολογηθεί. Ακόμα κι εμείς τα παιδιά από μια ηλικία και μετά! Η μαμά μου κι εμείς τα παιδιά, πηγαίναμε στον αείμνηστο παπά Γαλάνη να μας εξομολογήσει. Βέβαια, πιο μικρές οι κοινωνίες τότε κι ο κάθε ιερέας γνώριζε προσωπικά τον κάθε ενορίτη του κι όλοι γνώριζαν κι αναγνώριζαν πως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, γινόταν ελαστικός και έδινε τη Θεία Μετάληψη σε ανήμπορα άτομα που δεν είχαν νηστέψει λόγω υγείας και σε ετοιμοθάνατους φυσικά, όπου δεν είχαν εξομολογηθεί, αλλά τους διάβαζε την κατάλληλη ευχή πριν.

Κάποια Χριστούγεννα, μολονότι γνώριζε το τυπικό της εκκλησίας και τους ιερούς κανόνες, ένας νεαρός καμιά 20ριά χρονών πήγε να κοινωνήσει κι ο παπάκης μου γνώριζε πολύ καλά πως δεν είχε εξομολογηθεί. Τον ρώτησε φυσικά κι εκείνος του απάντησε με αυθάδεια ότι όχι, δεν είχε εξομολογηθεί. Αρνήθηκε να τον κοινωνήσει εκείνη τη στιγμή και του σύστησε να περιμένει το τέλος της λειτουργίας, να εξομολογηθεί και μετά να τον κοινωνήσει!

Ο νεαρός έξω φρενών σηκώνεται και φεύγει με πολύ ταραχώδη τρόπο προς κατακραυγή όλου του εκκλησιάσματος που είδε και άκουσε τι έγινε. Πήγε σπίτι του τρέχοντας και όταν τελείωσε η λειτουργία ήρθε σπίτι μας ο πατέρας του κραδαίνοντας ένα τσεκούρι, να σκοτώσει τον παπά που τόλμησε να προσβάλει το παιδί του και να μην το κοινωνήσει!

Δεν θα αναφερθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες, να πω μόνο πως μαύρα Χριστούγεννα κάναμε τότε κι εμάς τα παιδιά μάς κυρίεψε τρόμος που κουβαλούσαμε για χρόνια!

Όμως, όπως είπα νωρίτερα, υπήρχαν και τα ευτράπελα. Ο Γεράσιμος, γιατί πρέπει να του δώσουμε ένα όνομα, είχε ένα γιο λίγο αγαθούλη, το Νικολό! Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον «ξυπνήσει» κάπως, πότε με λόγια και ορμήνιες, πότε με σφαλιάρες, πότε με διάφορα που του σκάρωνε μπας και πάρει μπροστά το μυαλό.

Μια παραμονή Χριστουγέννων λοιπόν, αφού φάγανε το πενιχρό τους βραδινό, πάει δίπλα στο στάβλο ο Γεράσιμος που είχαν μια γίδα για να πίνουν λίγο γάλα τα παιδιά, βάζει με τρόπο στο αυτί της γίδας ένα χιλιοδιπλωμένο χάρτινο χιλιάρικο, από κείνο με τα πολλά μηδενικά και τη μηδενική αξία, φέρνει με τρόπο τη γίδα στο μαγειρείο, (κουζίνα), φωνάζει το Νικολό και,

-Έλα δω μωρέ να δεις πώς βγαίνουν τα λεφτά! Θα πω τα κάλαντα στη γίδα και θα με πληρώσει!

Γουρλώνει κάτι μάτια τόοοοσα ο Νικολός, αρχίζει ο Γεράσιμος να ψάλλει τα κάλαντα, κάπως κουνήθηκε η γίδα, πέφτει το χιλιάρικο!

Έκθαμβος ο Νικολός! Δοκιμάζει κι εκείνος, λέει, λέει πού να τον πληρώσει η γίδα! Κι ο πατέρας του:

-Αμ, δεν βγαίνει έτσι το παραδάκι! Θέλει δουλειά! Τι νομίζεις, με την πρώτη θα σε πληρώσει;

Στήνεται ο δόλιος ο Νικολός και σονάρει της γίδας όλη νύχτα. Αφού εξάντλησε όλο το ρεπερτόριο με τα κάλαντα που ήξερε, Χριστουγενιάτικα, Πρωτοχρονιάτικα, των Φώτων, πιάνει τροπάρια Αγίων, εκκλησιαστικούς ύμνους – όσους ήξερε και δεν ήξερε – κοντά να χαράξει κουτουλώντας από την κούραση και τη νύστα φτάνει στο «Αι γενεαί πάσαι», ξυπνάει κάποια στιγμή ο Γεράσιμος που δεν το περίμενε πως έχαψε ο Νικολός ότι θα τον πληρώσει η γίδα, τον αρχίζει στις σφαλιάρες που είναι αγαθοβιόλης κι αναμπεσμένος, (χαζός), και πιστεύει ό,τι χαζομάρα του πούνε κι ο μαύρος ο Νικολός πάει στο κρεββάτι, ψόφιος από την κούραση, με πονόλαιμο από το ολονύχτιο τραγούδι, κλαμένος και ξυλοφορτωμένος!

Φυσικά, δεν γνωρίζω αν και κατά πόσον αυτά τα παιδαγωγικά μέσα ήταν αποτελεσματικά, αλλά συναντώντας το Νικολό χρόνια μετά, με χαρά μου διαπίστωσα ότι, ανεξάρτητα από όλα αυτά, κατάφερε να γίνει δουλευτής, καλός νοικοκύρης και οικογενειάρχης!

The post Κάποια μακρινά Χριστούγεννα appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.