Κάποτε ένα πρόβλημα ή ένα δίλημμα γίνεται πιο ευκρινές όταν οι σχετικές ερωτήσεις τίθενται διαφορετικά. Συζητάμε αν συμφέρει και αν θα πρέπει να συνομιλούμε ή να διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία. Ορισμένοι είναι κατά αυτού του διαλόγου. Αλλοι είναι υπέρ και τότε τίθεται το ερώτημα του εύρους των θεμάτων. Και έτσι βιώνουμε μια πληθώρα απόψεων. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε πολλά από τα διλήμματα αν ξεκινούσαμε από μια διαφορετική ερώτηση: Μπορούμε να συνομιλήσουμε, να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία και να καταλήξουμε σε κάποιες συμφωνίες αν κρίνουμε ότι αυτές είναι συμφέρουσες; Γιατί αν για κάποιον λόγο δεν μπορούμε, τότε πολλά από αυτά που λέγονται και υποστηρίζονται δεν επιφέρουν κάποια πρακτική συνέπεια. Το ίδιο είναι το να θέλουμε να συνομιλήσουμε ή όχι.
Η σκέψη αυτή βασίζεται σε αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αφορούσε οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας, ούτε κυριαρχικά δικαιώματα. Ενα όνομα συζητούσαμε, ένα απλό όνομα. Υπήρχε και η πίεση των συμμάχων μας που δεν ήθελαν προστριβές στην περιοχή αλλά την αναγνώριση του νέου κράτους. Αυτό το θέμα είχε ρίξει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993, όχι από την αντιπολίτευση αλλά από τους νεοδημοκράτες, βασικά από τον Α. Σαμαρά και τους βουλευτές που τον υποστήριξαν. Επειτα από τριάντα χρόνια ακόμη δεν λύσαμε το θέμα στη βάση ενός πολιτικού και κοινωνικού συμβιβασμού.
Το θέμα της Τουρκίας είναι πολλαπλώς πιο δύσκολο. Μιλάμε για θέματα που έχουν σχέση με εδαφική κυριαρχία, οριοθέτηση συνόρων, δικαιώματα ελέγχου στον αέρα και στη θάλασσα και οικονομικά συμφέροντα. Πριν ακόμη μάθουμε τι συζητείται, σύσσωμη η αντιπολίτευση, αλλά και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, με πρωταγωνιστή τον παλιό ήρωα του δράματος, ξεσηκώθηκαν. Σε αυτήν την περίπτωση τα θέματα άπτονται πιθανών συμβιβασμών που δεν θα συμβαδίζουν με τις μαξιμαλιστικές θέσεις της Ελλάδας – εφόσον πας σε μια διαπραγμάτευση με ακραίες θέσεις για να έχεις περιθώριο «υποχωρήσεων». Δηλαδή βλέπουμε ότι δύσκολα μια κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια πίεση. Ακόμη και αν ρισκάρει να λύσει ορισμένα θέματα με ένα σχετικό πολιτικό κόστος, μάλλον δεν θα προλάβει, θα έχει χάσει τη «δεδηλωμένη»!
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το αν μας συμφέρει ή όχι, αν θέλουμε ή όχι, μάλλον δεν μπορούμε να έχουμε έναν διάλογο με την Τουρκία που θα έλυνε τις διαφορές μας. Είχα γράψει (7/12/2023): «Το πρόβλημα είναι μάλλον στην ελληνική πλευρά. Ο Τ. Ερντογάν μπορεί να “περάσει” στην κοινή γνώμη της χώρας του οποιαδήποτε “λύση” και όποιο συμβιβασμό κάνει για να υπερβεί τα αδιέξοδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν θα υποστηρίξει τους πιθανούς συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι σε μια διαπραγμάτευση. Τα δε πολιτικά κόμματα θα υποστηρίξουν ότι γίνονται απαράδεκτες παραχωρήσεις ακόμα και αν δεν γίνονται».
Αν όντως δεν μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας και δεν θα προκύψουν συμφωνίες, μήπως η όλη διαμάχη για τα υπέρ και τα κατά του διαλόγου αφορά μια υποθετική, μια ανύπαρκτη προβληματική; Μήπως όλες οι προτεινόμενες «λύσεις», ούτως ή άλλως, δεν θα καταλήξουν σε απτά αποτελέσματα; Η εμπειρία του παρελθόντος αυτό προδικάζει. Δεν μπορούμε να τα βρούμε και τζάμπα μαλώνουμε για τον διάλογο!
Αλλά στην πράξη μπορεί ο διάλογος να αποδειχθεί εποικοδομητικός αν μπορέσει να επιτύχει ένα modus vivendi: οι διαφορές να παραμείνουν, αλλά να αποφευχθεί η ένταση. Τα άλυτα προβλήματα πάντα επιφέρουν ένα οικονομικό κόστος, αλλά αυτό θα είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την ένταση. Εχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από την κρίση των Ιμίων και δεν χάνουμε πολλά αν δεν ξέρουμε για άλλα τριάντα αν θα έχουν αυτό το όνομα ή θα αλλάξουν σε Κάρντακ. Περάσανε πενήντα χρόνια από την κρίση με το «Χόρα» και σαράντα με το «Σισμίκ» – αποφύγαμε την τελευταία στιγμή τον πόλεμο. Αν το θέλουν και οι γείτονες μπορεί να περιμένουμε την επόμενη γενιά των Ελλήνων και των Τούρκων που μπορεί να φανούν πιο ψύχραιμοι και ικανοί να συνομιλούν χωρίς πάθη, ή έστω με ελεγχόμενα πάθη. Στο μεταξύ μπορεί να προκύψει και μια κοινωνία που δεν θα πιστεύει ότι «εμείς» έχουμε πάντα το απόλυτο δίκαιο σε όλα τα θέματα.
Ο Ηρακλής Μήλλας είναι πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός μηχανικός και μεταφραστής