Υστερα από πέντε χρόνια σχετικής ακινησίας, οι τεκτονικές πλάκες του πολιτικού μας βίου αρχίζουν και πάλι να κινούνται. Στην επιφάνεια, η κυβέρνηση της ΝΔ διανύει αισίως τον έκτο της χρόνο, έχοντας μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Παρ’ όλ’ αυτά, τίποτε δεν θυμίζει το πρόσφατο παρελθόν: Η αίσθηση του αναπόφευκτου δεν υπάρχει πλέον. Ο αέρας της πολιτικής κυριαρχίας έχει χαθεί. Η καύσιμη ύλη του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου έχει και αυτή προ πολλού εξαντληθεί, χωρίς να έχει ποτέ αντικατασταθεί από ένα θετικό σχέδιο για το μέλλον της χώρας.
Ελλείψει σχεδίου και οράματος η κυβέρνηση υπνοβατεί αμήχανη από πρόβλημα σε πρόβλημα, επιχειρώντας να διαχειριστεί επικοινωνιακά τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της, αλλά και μια πραγματικότητα ολοένα σκληρότερη για μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η επικοινωνιακή διαχείριση δεν επαρκεί πλέον για να αντιμετωπίσει την κοινωνική δυσφορία, ένα σημαντικό κομμάτι της οποίας διοχετεύεται σε πολιτικούς σχηματισμούς της Ακροδεξιάς. Η θρυαλλίδα όμως για τις τεκτονικές κινήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει στο πολιτικό μας σκηνικό δεν είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς. Αν μη τι άλλο, στον χώρο αυτό φαίνεται πως βρίσκονται οι μονάδες και τα σχήματα που αποτελούν εφεδρείες της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η ενίσχυσή τους όχι μόνο δεν απειλεί, αλλά βοηθά πολλαπλώς την κυβέρνηση: Από τη μια μεριά ενδυναμώνει το αφήγημα περί απουσίας σοβαρής εναλλακτικής λύσης και από την άλλη διατηρεί ένα φυτώριο μελλοντικών προσθηκών.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι για πρώτη φορά από το 2019 η κυβέρνηση αντιμετωπίζει μια σοβαρή και αξιόπιστη αντιπολίτευση, με ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία και εφαρμόσιμες προτάσεις. Σε συνδυασμό με την προϊούσα φθορά της, μια νέα πολιτική πραγματικότητα διαμορφώνεται: Για πρώτη φορά η κυβέρνηση δείχνει να χάνει τη μάχη του Κέντρου, ενώ ταυτόχρονα αναδύεται μια συγκροτημένη δύναμη της Κεντροαριστεράς. Το γεγονός αυτό έχει γίνει αντιληπτό και προκαλεί νευρικότητα στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ανάμεσα στις παλινωδίες περί «πράσινου ΣΥΡΙΖΑ» και «εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου», η κυβέρνηση εμφανώς δυσκολεύεται να καθορίσει το ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη και εξαναγκάζεται να ακολουθήσει προτάσεις και λύσεις τους, που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε λαϊκίστικες και ανεδαφικές.
Εχοντας ασφαλίσει τα πολιτικά του μετόπισθεν, ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει πλέον την πρωτοβουλία των κινήσεων και δείχνει έτοιμος για το επόμενο βήμα. Ο πολιτικός του χώρος είναι έπειτα από χρόνια ενωμένος, έτοιμος να διευρυνθεί στη βάση κοινών ιδεών και αρχών, με σεβασμό στην ιστορία του και να διατυπώσει μια συνολική, βιώσιμη, εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, την οποία η κοινωνία περιμένει να αξιολογήσει. Η αποστολή όμως του ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλή: Πρέπει να ξεπεράσει την απάθεια και τη δυσπιστία των πολιτών, που νιώθουν ότι τα προβλήματα είναι αξεπέραστα και η επανεκκίνηση της χώρας αδύνατη. Πρέπει επίσης να πείσουν το ποσοστό εκείνων των κεντρώων ψηφοφόρων, που στο παρελθόν κατέφυγαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από μια κυβερνητική αλλαγή, αλλά αντίθετα έχουν να προσμένουν την αναγέννηση της χώρας και των θεσμών της. Διότι η θεσμική κακουχία της χώρας είναι η κοινή συνισταμένη κυριολεκτικά κάθε προβλήματος, που αντιμετωπίζει ο πολίτης στην καθημερινότητά του.
Με ορόσημο τη συνταγματική αναθεώρηση, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια την ταυτότητά του και να απευθυνθεί στους πολίτες με προτάσεις εξόδου της χώρας από μια φθίνουσα πορεία που απειλεί μακροπρόθεσμα την ίδια της την ύπαρξη. Είναι απαραίτητο να επιτύχει, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, η μόνη εναλλακτική θα είναι τα άκρα και η μεταπολιτική.
Ο Χρήστος Απ. Κακλαμάνης είναι μέλος ΚΠΕ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ,
γραμματέας Τομέα Δικαιοσύνης