Πίσω απ’ τους στίχους

Στο σινεμά που είδαμε το «Υπάρχω», οι θεατές σιγοτραγουδούσαν τα τραγούδια του Καζαντζίδη μέσα στην αίθουσα. Αναρωτιόμουν, ακούγοντάς τους, πώς μεταβολίζουμε στο σήμερα τη μουσική του και όσα αυτή εκπροσωπεί. Μιλάμε για το μεγαλείο της ερμηνείας του, αλλά σπανίως ακούμε κάτι για τον μισογυνισμό, τον σεξισμό και την πατριαρχική αντίληψη που αναδύεται μέσα από τα τραγούδια του. Σε πολλά κομμάτια που ερμήνευσε, οι στίχοι, με την ωμή προσήλωσή τους στη φαλλοκρατική αντίληψη της εποχής, σήμερα μοιάζουν περισσότερο με λείψανα μιας κοινωνίας που πάλευε να διατηρήσει τις πατριαρχικές της ρίζες. Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως υποτακτικές φιγούρες, άψυχες διακοσμήσεις στη ζωή ενός «βασανισμένου» άνδρα, ενώ ο ανδρισμός εξυψώνεται με μια υπερβολή που πλέον μοιάζει άτοπη. Αυτό το αναμάσημα στερεοτύπων, αντί για καλλιτεχνική δημιουργία, αποπνέει έναν άβολο αναχρονισμό. Οταν οι στίχοι αυτοί αναπαράγονται στις μέρες μας, η αίσθηση είναι ξεκάθαρη: το cringe υπερτερεί της καλλιτεχνικής αξίας.

Τα παραδείγματα πάμπολλα. Εδώ μονάχα μερικά:

Στο «Υπάρχω», ο άντρας αναγορεύεται σε κέντρο του κόσμου της γυναίκας: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω / σκλάβα τη ζωή σου θα ‘χω». Πρόκειται για την απαίτηση να καθορίζεται η ύπαρξη μιας γυναίκας αποκλειστικά μέσω της σχέσης της με έναν άντρα. Το «Ενας σκύλος και μια γυναίκα» καταφέρνει να εκμηδενίσει τη γυναικεία υπόσταση: «Ενας σκύλος και μια γυναίκα / ήταν στο σπίτι μου όλη ζωή / αυτός τα χέρια μου πιστά φιλούσε / κι εσύ, αχάριστη, τον εραστή». Το ίδιο ισχύει και στο «Μη μου λέτε γι’ αυτή», όπου η γυναίκα δεν είναι παρά μια προδοτική φιγούρα που «χάλασε» τον άντρα, όπως και στο «Δεν σε πιστεύω», όπου υπονοείται πως η γυναίκα είναι η αρχή όλων των απογοητεύσεων.

Στίχοι γεμάτοι μεμψιμοιρία κι επαναλαμβανόμενη γκρίνια για την άδικη ζωή, την προδοσία και την ανεκπλήρωτη αγάπη. Στίχοι που παρουσιάζουν τις γυναίκες ως αιτία του πόνου, επιρρίπτοντάς τους την ευθύνη για τη θλίψη τους. Αυτή η στάση, η οποία θεωρεί τη θυματοποίηση και την αδυναμία ως φυσική κατάσταση, όχι μόνο παραβλέπει την ενδυνάμωση της γυναικείας ύπαρξης, αλλά ενισχύει και την πατριαρχική εικόνα του άνδρα που δεν μπορεί να αντέξει τις δυσκολίες της ζωής χωρίς να εστιάζει πάντα στον εξωτερικό παράγοντα που τον «πλήγωσε».

Ναι, ξέρω. «Ιστορικό συγκείμενο» και «παιδί της εποχής του». Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για να βολευόμαστε πίσω από αναπαυτικά άλλοθι όπως ότι «Κάθε πράγμα είναι προϊόν της εποχής του». Τα προϊόντα λόγου είναι προϊόντα γλώσσας. Και η γλώσσα είναι εργαλείο. Η γλώσσα, και κατά συνέπεια το τραγούδι, δεν είναι ποτέ ένα ουδέτερο εργαλείο επικοινωνίας. Δεν είναι ποτέ ένα προϊόν μιας εποχής που πρέπει να το κοιτάμε από μακριά και να λέμε: «Ετσι μας παραδόθηκε, έτσι θα μείνει, αυτό είναι». Οπως τονίζει η φεμινίστρια και κριτικός της γλώσσας Audre Lorde, η γλώσσα είναι ένα ισχυρό όπλο, ένα εργαλείο που μπορεί να ενισχύσει την κυριαρχία των αφεντικών ή να υπονομεύσει τις κοινωνικές ανισότητες. Η γλώσσα δεν αναπαριστά απλώς την πραγματικότητα· τη διαμορφώνει. Μέσω της γλώσσας, οι εξουσιαστικές δομές επιβιώνουν και επιβάλλονται, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγονται οι κυρίαρχες αντιλήψεις περί φύλου, τάξης και εξουσίας. Αυτό ισχύει πλήρως και για το τραγούδι, το οποίο ως μορφή τέχνης και ψυχαγωγίας έχει τη δύναμη να επηρεάσει μαζικά συνειδήσεις και να ενδυναμώσει συγκεκριμένες κοινωνικές αφηγήσεις. Οι στίχοι του, γεμάτοι από ανδρική κυριαρχία και ρομαντικοποιημένη υποταγή των γυναικών, χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως εργαλείο εξουσίας, αναπαράγοντας την πατριαρχική τάξη.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ. Αυτό το φαινόμενο καθίσταται ακόμα πιο κατανοητό όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η γλώσσα των «αφεντικών» είναι αυτή που συνήθως κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα. Στην καθημερινή επικοινωνία, στα μέσα ενημέρωσης, στην πολιτική, ακόμα και στην τέχνη, το κυρίαρχο λεξιλόγιο είναι συχνά αυτό που αποδέχεται τις καταπιεστικές κοινωνικές σχέσεις ως φυσικές και αναπόφευκτες. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις γυναίκες, τις μειονότητες ή τους φτωχούς, συνήθως απορρίπτει τις εμπειρίες τους και τις αναγκάζει να προσαρμοστούν στα στενά όρια των κυρίαρχων αφηγήσεων. Οι λέξεις γίνονται έτσι εργαλεία καταπίεσης, που διαμορφώνουν τη συνείδηση, τη σκέψη, την αντίληψη και την κοινωνική πρακτική. Είναι αυτό που οι κριτικοί της γλώσσας, όπως η Lorde, επισημαίνουν: η γλώσσα δεν είναι απλώς ο καθρέφτης της κοινωνίας, αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζουμε την κοινωνική πραγματικότητα.

Η μουσική έχει την ιδιότητα να γίνεται φορέας συναισθημάτων και μνήμης. Τα τραγούδια του Καζαντζίδη μιλούν για τον πόνο, τη νοσταλγία και τις δυσκολίες της ζωής – συναισθήματα που πολλοί αναγνωρίζουν, ανεξαρτήτως κοινωνικού πλαισίου. Η πατριαρχική γλώσσα αυτών των στίχων είναι υπαρκτή, αλλά συνυπάρχει με τη συναισθηματική και πολιτιστική αξία τους. Είναι στο χέρι μας να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε τις αποχρώσεις: να ακούμε τη μουσική αυτή, κατανοώντας την ιστορική της διάσταση, χωρίς όμως να την αντιμετωπίζουμε ως ιδεολογικά ουδέτερη. Γιατί δεν είναι.