Τα 5 πολιτικά παράδοξα και οι εξηγήσεις τους

Πώς εξηγείται η ανθεκτικότητα του Μητσοτάκη και της ΝΔ

Η δημοσκοπική εικόνα της ΝΔ τον τελευταίο χρόνο έμοιαζε με ένα μόνιμο φλερτ με τη γραμμή του 30%. Παρότι όμως κινήθηκε αρκετές φορές, ειδικά τους τελευταίους μήνες, σημαντικά χαμηλότερα από αυτό, δεν κατάφερε να το ξεπεράσει κατά πολύ.

Αξιοσημείωτο γεγονός παραμένει, λοιπόν, όχι τόσο η κάθε μεταβολή, αλλά η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει συμπληρώνοντας σχεδόν 8 χρόνια δημοσκοπικής πρωτιάς.

Οι αιτίες αυτής της κυριαρχίας της στο πολιτικό σκηνικό χρήζουν, προφανώς, εκτενούς ανάλυσης. Η διαμόρφωση ενός «μεσαίου χώρου» με χαλαρότερους ταξικούς δεσμούς σίγουρα ευνοεί το πρώτο κόμμα. Επίσης, κοιτώντας τη μεγαλύτερη εικόνα, η συμπαγής παρουσία της ΝΔ τής προσδίδει τον ρόλο μιας σταθεράς σε ένα πολιτικό φάσμα όπου οι άλλοι ιδεολογικοί χώροι (Κεντροαριστερά, Αριστερά κ.λπ.) απασχολούν κατά καιρούς περισσότερο με τις εσωτερικές παλινωδίες τους και τις ατέρμονες συζητήσεις για ενώσεις και συνεργασίες. Παρ’ όλα αυτά, τα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων δεν αφήνουν περιθώρια για παρεξηγήσεις: η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι και ό,τι καλύτερο για τους περισσότερους, ασχέτως αν δεν έχουν πειστεί από τις εναλλακτικές. Στην αξιολόγηση του έργου της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, όπως μέτρησε η Metron Analysis, τα ποσοστά παραμένουν απογοητευτικά (59,2% και 57,4% αντιστοίχως), ενώ παραμένει η απαισιοδοξία για δύο βασικά θέματα ατζέντας, την ακρίβεια και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Γιατί σημειώνει κάμψη το ΠΑΣΟΚ

Οι εξελίξεις του τελευταίου μήνα, από το ραντεβού του Πρωθυπουργού με τον αρχηγό της νέας αξιωματικής αντιπολίτευσης έως την ψήφιση του προϋπολογισμού, βοήθησαν στη δημιουργία ενός νέου διπόλου μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που διεκδικούν τον κεντρώο χώρο. Τα δύο κόμματα εμφανίζουν συσπειρώσεις άνω του 80% και υπό μια έννοια ανταλλάσσουν ψηφοφόρους που κινούνται στο ενδιάμεσο, τους οποίους διεκδικούν με παρόμοιο τρόπο: η σχεδόν μία μονάδα που χάνει το ΠΑΣΟΚ από τον Νοέμβριο, ανακόπτοντας τη σταθερή πορεία ανόδου από την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη και μετά, έρχεται να συμπληρώσει την άνοδο της ΝΔ, που κερδίζει και από τους αναποφάσιστους. Οι εισροές και οι εκροές μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνουν τη δημιουργία αυτού του κεντρώου ακροατηρίου που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις δύο πλευρές. Μετά τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη και τη σύγκρουσή του με τον Ανδρουλάκη στον προϋπολογισμό, το ΠΑΣΟΚ χάνει 6,8% προς τη ΝΔ, ενώ το αντίστοιχο νούμερο από τη ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ είναι 4,6%. Λόγω και της διαχείρισης της συναίνεσης, τα δύο κόμματα κονταροχτυπιούνται κυρίως στους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι, στους οποίους το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να κυριαρχεί, ωστόσο πλέον η διαφορά έχει πέσει κάτω από 10 μονάδες. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει εκροές προς τον ΣΥΡΙΖΑ, χάνει όμως 2,5 μονάδες συνολικά προς την Πλεύση Ελευθερίας και τον Στέφανο Κασσελάκη, δείχνοντας πως εξ αριστερών η Χαριλάου Τρικούπη «δίνει» μόνο στα κόμματα που φλερτάρουν με τον αντισυστημισμό.

Πώς κατανέμεται η δεξιά δεξαμενή

Πολύς λόγος έγινε τον τελευταίο χρόνο για τον χώρο στα δεξιά της ΝΔ, ο όποιος πλέον έχει περίπου παγιωθεί μεν ως γενικό ποσοστό στο φάσμα, αλλά έχει τακτικές μετακινήσεις ανάμεσα σε κόμματα. Για να το πούμε απλά, υπάρχει εκεί έξω ένα διαπιστωμένο pool ψηφοφόρων, χοντρικά γύρω στο 20%, που τα μέλη του πολύ εύκολα μετακινούνται μεταξύ 3-4 κομμάτων ή και προς / από τις δεξιές παρυφές της ΝΔ (κατά την πολιτική άποψη για το «βουστάσιο» του Κωνσταντίνου Καραμανλή). Αυτές οι εύκολες μετακινήσεις εξηγούν, για παράδειγμα, και το ότι στην τωρινή δημοσκόπηση, του Δεκεμβρίου, το σύνολο των κομμάτων της Δεξιάς πέραν της ΝΔ είναι στο 17,6%, μειωμένο κατά 2,8% μονάδες από τον περασμένο μήνα. Μιλάμε για το άθροισμα της εκτίμησης ψήφου στην Ελληνική Λύση, τους «Σπαρτιάτες», τη Νίκη και τη Φωνή Λογικής, που είχαν, όλα, ανεξαιρέτως, απώλειες στα ποσοστά τους. Για όσους, πάντως, απεύχονται την ενίσχυση του συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου, οι μόνιμες διασπάσεις του σε προσωποπαγή κομματίδια και οι εχθροπάθειες ανάμεσα στους πολιτικούς πρωταγωνιστές του φαίνεται πως αποτελούν και μια κάποια «εγγύηση» ότι θα απειλήσουν τη δημοκρατική ομαλότητα μόνο εφόσον τα κεντρώα κόμματα τους το επιτρέψουν.

Πώς αποκωδικοποιείται η άνοδος της Ζωής

Σε ένα πολιτικό σκηνικό που όλοι οι άλλοι παραμένουν πάνω – κάτω σταθεροί ή και φλερτάρουν με τις πτώσεις, η Πλεύση Ελευθερίας είναι το μόνο κόμμα που τους τελευταίους μήνες καταγράφει ανοδικές τάσεις. Η άνοδος 2,5 ποσοστιαίων μονάδων που καταγράφει στην τωρινή δημοσκόπηση της Metron Analysis αποτελεί, πιθανότατα, και την αποτύπωση μιας επιβράβευσης για την παρουσία της Ζωής Κωνσταντοπούλου στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, που ήταν κι η μόνη που προκάλεσε τόσο υψηλούς τόνους και εντάσεις. Θα ήταν εύκολο να αποδώσει κανείς την πορεία της Πλεύσης στα γκάλοπ στα «απόνερα» από τις ματαιώσεις και τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως οι απώλειες των αντιπάλων της δεν αρκούν για να εξηγήσουν τα σταθερά της κέρδη. Η απάντηση είναι, άρα, ότι η Κωνσταντοπούλου κάνει κάτι καλά για το κοινό που έχει επιλέξει να απευθύνεται (κι η επιλογή της απεύθυνσης είναι ουσιώδης). Ακόμη κι όσοι διαφωνούν πλήρως μαζί της μπορούν να της αναγνωρίσουν ότι έχει την πιο γεμάτη αντιπολιτευτική ατζέντα, βρίσκεται παντού, δεν χάνει καμία ευκαιρία για δημοσιότητα, δεν φοβάται τα επικοινωνιακά τρικ και αξιοποιεί τα πιο νεανικά social media, ιδίως το TikTok. Εξάλλου εκεί έξω υπάρχει πολύς κόσμος που θα εκτιμήσει περισσότερο όχι τόσο αυτό που λες, αλλά το γεγονός ότι ήσουν εκεί για να το πεις.

Τι συμβαίνει με τον Στέφανο Κασσελάκη

Στην περίπτωση του Κινήματος Δημοκρατίας παρατηρείται το παράδοξο που συμβαίνει στα κόμματα «νέου τύπου» στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ενώ στις προηγούμενες εκλογές έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα με την περίπτωση της Πλεύσης Ελευθερίας: δεν είναι η κομματική δομή που ανεβάζει το ποσοστό, αλλά η παρουσία της ηγεσίας. Χωρίς ο Στέφανος Κασσελάκης να έχει στήσει καλά καλά το οργανόγραμμα του σχήματος, με τον ίδιο να απουσιάζει από την Ελλάδα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα των τελευταίων 30 ημερών, το Κίνημα που ανακοίνωσε φτάνει στο 3,4% στην πρόθεση ψήφου, ποσοστό που στην εκτίμηση ξεπερνάει το 4%. Απόδειξη πως ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται κυρίως σε ψηφοφόρους που δεν έχουν στενές κομματικές σχέσεις ή δεν προσδιορίζουν τη σχέση τους με την πολιτική με παραδοσιακό τρόπο. Κάτι τέτοιο φαίνεται και από τις εισροές του κόμματος: οι περισσότερες προέρχονται εύλογα από τον ΣΥΡΙΖΑ, από όσους αποχώρησαν μετά το συνέδριο στο Γκάζι, όμως «τσιμπάει» και από μεγαλύτερα κόμματα ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσδιορισμού – και από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από τη ΝΔ, σε δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της οποίας ο Κασσελάκης ξεκάθαρα απευθύνεται όλο το προηγούμενο διάστημα. Αυτό που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει είναι αν αυτή η τάση θα συνεχιστεί, ενόψει και του ιδρυτικού συνεδρίου, αλλά και του τρόπου παρέμβασης που θα επιλέξει ο Κασσελάκης από το νέο έτος, σε περίπτωση που δεν καταφέρει να συγκροτήσει κοινοβουλευτική ομάδα.