Το ερώτημα της χρονιάς

Ενα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τη χώρα εν όψει της νέας χρονιάς είναι πώς θα ξεκολλήσουν οι αμοιβές. Πώς από τα 900-1.200 ευρώ μηνιαίως θα ανέβουν όσο γίνεται πιο πολλοί στη ζώνη των 1.500-2.000 ευρώ. Οποιος λύσει τον συγκεκριμένο γρίφο θα έχει απαντήσει σε μεγάλο βαθμό και στο πώς θα σπάσει η «εθνική κατήφεια» που κατατρύχει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, μετά τη δυσανάλογη αύξηση του κόστους ζωής. Δεν πρόκειται για εύκολη άσκηση.

Ενας υπάλληλος για να παίρνει 2.025 ευρώ τον μήνα θα πρέπει να βγαίνουν ετησίως από το ταμείο της επιχείρησης 51.362 ευρώ. Δηλαδή ακριβώς 4.280 ευρώ τον μήνα. Αν ο μισθός του είναι, πιο μικρός, καθαρός στην τσέπη 1.457 ευρώ ανά μήνα, το ετήσιο κόστος είναι 34.241 ευρώ, δηλαδή μηνιαίως το εργοδοτικό κόστος φτάνει τα 2.853 ευρώ. Ως εργαζόμενο αυτού του ύψους των 4.280 ευρώ ή των 2.853 ευρώ ανά μήνα θα τον λογίζει η επιχείρηση και ως εργαζόμενος αυτού του ύψους της αμοιβής θα περιμένει να αποδώσει. Οχι των χρημάτων που θα βάζει στην τσέπη ο εργαζόμενος.

Κατόπιν αυτών, το πρώτο που θα αναρωτηθεί η επιχείρηση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο κόστος των 51.362 ευρώ ή των 34.241 ευρώ ετησίως είναι αν αντέχει να το πληρώνει. Με τη λέξη «αντέχει» εννοείται ότι βρίσκεται σε έναν κλάδο από αυτούς που μπορούν να δώσουν τέτοιες αμοιβές, καθώς στην Ελλάδα οι πιο πολλοί κλάδοι είναι και χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλών αμοιβών. Στη συνέχεια βέβαια η επιχείρηση θα πρέπει να αναλογιστεί αν η ίδια βρίσκεται σε θέση να πληρώσει χωρίς να επηρεαστεί το κόστος λειτουργίας σε βαθμό που θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της τιμής του προϊόντος που πουλά. Να οδηγήσει δηλαδή σε μείωση της ανταγωνιστικότητάς της. Γιατί αν συμβεί αυτό, θα έχουμε «έναν σπειροειδή φαύλο κύκλο μισθών-τιμών» σαν αυτόν που επικαλείται στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεση για την οικονομική πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδος.

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι το θέμα των αμοιβών είναι ένα πολύ σύνθετο πρόβλημα. Σίγουρα δεν είναι τόσο απλό όσο πολλές φορές πιστεύει το πολιτικό σύστημα που συστήνει στις επιχειρήσεις να δώσουν αυξήσεις, λες και είναι αποκλειστικά δικό τους θέμα. Εχει σημασία ο κλάδος, προφανώς η ίδια η επιχείρηση, αλλά και το πώς το κράτος επιβαρύνει τη μισθωτή εργασία μέσω των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Για τις τελευταίες γίνεται οργανωμένη προσπάθεια από τη σημερινή κυβέρνηση εδώ και μία πενταετία. Είναι σαφές όμως από την τεράστια διαφορά των χρημάτων που μπαίνουν στην τσέπη του εργαζομένου και αυτών που βγαίνουν από το ταμείο των επιχειρήσεων ότι δεν έχουν αποδώσει, καθώς οι φόροι επί της εργασίας (κλίμακα φορολογίας εισοδήματος) είναι ίδια και περίπου απαράλλακτη την τελευταία δεκαετία.

Επίσης, όπως πάλι επισημαίνει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις τιμές και τους μισθούς να αλληλοτροφοδοτούνται, είναι σημαντικό οι αυξήσεις να μη συντελούν σε έναν επίμονα υψηλότερο πληθωρισμό. Πώς μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος; Μαζί με τη μείωση φόρων και εισφορών, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, επιτρέποντας η μεταβολή των μισθών να μην αυξάνει το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων.