To ντουέτο της Κάλλας με τον Στέλιο

Αυτές τις μέρες οι κινηματογράφοι είναι σαν τις μεγάλες πίστες. Στο ένα πανί τραγουδάει ο Καζαντζίδης και στο άλλο η Κάλλας. Οι φωνές και οι ζωές τους διασταυρώνονται στους διαδρόμους των multiplex, διαρκούν όσο ένα μεγάλο κουτί ποπ κορν και μετά αρχίζουν πάλι από την αρχή. Και εσύ μπορεί να επιστρέψεις σπίτι ακούγοντας Στελάρα στο αυτοκίνητο, αλλά όταν χυθείς στον καναπέ θα βάλεις την ελληνική σειρά για τη Μαρία που έγινε Κάλλας. Κάπως έτσι έκανα και εγώ και το τέλος της βραδιάς με βρήκε με μια τρελή ιδέα φυτεμένη στο μυαλό. Ας υποθέσουμε ότι στη σούπα που φτιάχνει ο χρόνος με τη ζωή, έπεσε ένα εξωτικό μπαχάρι. Ο Καζαντζίδης δεν άκουσε ποτέ τη Μαρινέλλα να τραγουδάει στη Θεσσαλονίκη. Ακουσε όμως τη μικρή, άγουρη και παχουλή Μαρία. Τραγουδούσε μία επιτυχία της Βέμπο. Και τρελάθηκε με τη φωνή.

Ενας παλαβός έρωτας ανάβει στο δασύτριχο στήθος του Στελάρα που πάει και βουτάει τη Μαρία από τη μάνα της. Και την πάει στη δική του, στην κυρά Γεσθημανή, στην Καλογρέζα. Η Γεσθημανή μουρμουρίζει για την Αμερικάνα, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς αφού ο έρωτας έχει θολώσει τη ματιά του παλικαριού της. Καζαντζίδης – Καλογεροπούλου. Μεγάλο σουξέ στις Τζιτζιφιές. Η Μαρία κάνει σεκόντο στον Στέλιο και δημιουργούν ένα νέο είδος τραγουδιού που συνδυάζει λαϊκά μοτίβα και οπερετικά στοιχεία. Οι αδαείς θα έλεγαν ότι ακούν ένα ντουέτο με έναν που μουγκρίζει και μία που τσιρίζει, αλλά, όπως και αν το δεις, όπως και αν το ακούσεις, το μείγμα θα ήταν μοναδικό. Ε, από εκείνο το σημείο και μετά, η Ιστορία είχε πολλούς δρόμους για να διαλέξει. Μπορεί η Μαρία να κατέληγε λαϊκή τραγουδίστρια, καθισμένη στο πάλκο με φούστα ως το γόνατο. Ισως πάλι να ακολουθούσε τα βήματα του λυρικού θεάτρου, ανεβάζοντας και τον Στέλιο στη σκηνή ως τενόρο ή, τέλος πάντων, σε ένα ρόλο που θα προσέθετε σπαρακτικό ηχόχρωμα σε δραματικές στιγμές. Ας πούμε μαχαιρώνει η Τόσκα τον Σκάρπια και ακούγεται ο μακρόσυρτος καζαντζιδικός αναστεναγμός. Ισως και μια τζούρα από μπαγλαμαδάκι. Το πεδίο είναι ανεξάντλητο θα μπορούσαν να κάνουν θαύματα.

Είχαν, άραγε, γνωριστεί οι δυο τους; Δεν το ξέρουμε. Μάλλον όχι. Στην Κάλλας άρεσαν τα μπουζούκια και έδειχνε αδυναμία στον Χιώτη και στη Λίντα. Κυκλοφορεί και μία δήλωσή της, που μοιάζει αστικός μύθος, σύμφωνα με την οποία, ο Καζαντζίδης θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα στην όπερα. Θα τα έβρισκαν μεταξύ τους; Ισως να τους συνέδεε η απουσία του πατέρα στα τρυφερά τους χρόνια και η προβληματική σχέση με τη μητέρα τους. Ομως ήταν φτιαγμένοι από εντελώς διαφορετικό υλικό. Η Κάλλας ήταν πολίτης του κόσμου. Ο Καζαντζίδης δεν έβγαλε ποτέ τον πόντιο πρόσφυγα από μέσα του. Η ντίβα ήθελε τα φώτα. Ο τραγουδιστής προτιμούσε το ημίφως και το ηλιοβασίλεμα, όποτε, τέλος πάντων, τσιμπούσαν καλύτερα τα ψάρια. Η Κάλλας ήθελε το Παρίσι της. Ο Στελάρας εκείνο το καλυβάκι στον Αγιο Κωνσταντίνο. Και οι δύο έκαναν θυελλώδεις και τραυματικές ερωτικές σχέσεις. Και το ξεκίνημά τους σημαδεύτηκε από τα βέλη του έρωτα. Ισως η Μαρία να του μιλούσε για τον Μενεγκίνι και εκείνος για την Γκρέι. Αλλά σήμερα όλες αυτές οι λεπτομέρειες, τα αγκάθια στα πλευρά της ζωής τους, συμβάλλουν στην ύφανση πιο ισχυρών και ανθεκτικών μύθων.

Η Κάλλας και ο Καζαντζίδης μπορεί να μη βρέθηκαν ποτέ στην ίδια σκηνή, όμως ήταν και οι δύο πρωταγωνιστές στη μεγάλη εθνική παράσταση του ’50 και του ’60. Η σοπράνο αντιπροσώπευε τον οικουμενικό ελληνισμό και ο λαϊκός τραγουδιστής την Ελλάδα του καημού, της εσωστρέφειας, του παράπονου για μια ζωή που κυλάει πάνω σε κακοτράχαλο δρόμο με δύσκολες στροφές. Και οι δύο μαζί θα ήταν η Ελλάδα όλη. Η φωνή της Μαρίας έβγαινε από τα ψηλά παράθυρα των αστικών κατοικιών και του Στέλιου από τα τραντζιστοράκια των ισογείων. Δεν συναντήθηκαν ποτέ, παρά μόνο τώρα που βρίσκονται σε διπλανές αίθουσες στα μεγάλα σινεμά. Και συστήνονται εκ νέου στις γενιές που, τι περίεργο, ενώ δεν τους γνώρισαν, δεν μπορούν να τους ξεχάσουν.