Αγριολούλουδο ή αγριογούρουνο;

Λόγω της πρόσφατης ταινίας, ρώτησα έναν φίλο αν του αρέσει ο Καζαντζίδης. Κι εκείνος απάντησε: «Ναι, μου αρέσει, γι’ αυτό τον ακούω πάντα φορώντας ωτασπίδες». Και συμπλήρωσε μετά: «Μόνο όσα τραγούδια είπε ως το ’60, περίπου, τα ακούω με ευχαρίστηση» – μια άποψη κάπως επικίνδυνη σε περίπτωση που τη διατύπωνε μεταξύ ζηλωτών του Στέλιου που τον έχουν θεοποιήσει, τον έχουν κάνει εικόνισμα. Οταν του το ανέφερα μου απάντησε πως, κάποιοι απ’ όσους δηλώνουν φαν καζαντζιδικοί, πιο πολύ θέλουν να εμφανιστούν οι ίδιοι, διά εκείνου, ως φιλολαϊκοί, απλοί, κατατρεγμένοι κ.λπ., παρά να υμνήσουν τον όντως Καζαντζίδη.

Ομως, το ανάλογο θα ισχύει και σε όσους δεν αντέχουν με τίποτε τον Στελάρα: κάνουν μια δήλωση πολιτισμικής ταυτότητας, αισθητικής αντίληψης, ή ακόμα και έμμεσα πολιτικού προσδιορισμού, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα. Πάντως η συζήτηση και τα πράγματα με την περίπτωση Καζαντζίδη μπλέκονται άσχημα γιατί μπερδεύεται η όντως μεγαλειώδης φωνή του με διάφορα λυγμικά τραγούδια καθεαυτά, το καλλιτεχνικό με το δημόσιο πρόσωπο του Στέλιου, ο επιθετικός δημόσιος λόγος του και οι περίφημες διαμάχες του με τον Νικολόπουλο, τον Ακη Πάνου, τον Μάτσα και την Κολούμπια. Επίσης, η επίμονα προβαλλόμενη λαϊκή του εικόνα με τις πληροφορίες για τις σπατάλες του στα καζίνο. Οι φήμες για τη συμπεριφορά του στις γυναίκες (εν προκειμένω κανείς δεν ξέρει τι ίσχυε ακριβώς) και διάφορες  απόψεις του περί Εβραίων και μη, η φημολογούμενη ασυνέπειά του και πολλά άλλα. Δηλαδή, κατά βάθος δεν ξέρουμε τι απ’ όλα κρίνουμε – άρα, όταν μιλάμε για την περίπτωσή του πρέπει να βάζουμε αυστηρά κριτήρια και όρια. Με βάση ποιο κριτήριο κάθε φορά, μιλάμε γι’ αυτόν. Διότι με διαφορετικά σταθμά, βγαίνει και διαφορετικό συμπέρασμα. Αλλιώς η συζήτηση γίνεται χαώδης και πικραίνονται διάφοροι που είτε τον έχουν κάνει θεό, είτε νιώθουν απέναντί του κάποια δυσανεξία – κι ο καθείς έχει τους δικούς του λόγους, ή κάποια αισθητική προκατάληψη.

Καταρχήν πέρα από τη φωνή του καθεαυτή, την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ισχύει, για τον καθένα, και η ευρύτερη αντίληψη κόσμου: υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει ο αυτοοικτιρμός, η λυγμική εκφορά, τα αυτο-υμνητικά άσματα του λαϊκού, αντρικού «εγώ» (υπάρχεις κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω). Και είναι κι άλλοι που δεν αντέχουν αυτή την επανάληψη της διαρκούς συντριβής, της αδικίας, της αλαζονικής αυτολύπησης και το ότι πάντα φταίνε οι άλλοι και η κακούργα η κοινωνία – πρόκειται και για διαφορετική στάση ζωής που καθορίζει, ίσως, και τα γούστα. Θυμάμαι από χρόνια, στις ταβέρνες και στις παρέες, όταν έπαιζε το τραγούδι «Αγριολούλουδο» (πρώτη εκτέλεση 1968) σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Νικολόπουλου, οι μεν καζαντζιδικοί να το τραγουδούν κανονικά, λέγοντας «Αγριολούλουδο», ενώ οι αντίπαλοι έλεγαν «Αγριογούρουνο» – οπότε άρχιζε πάλι ο καβγάς που αναζωπυρώθηκε πρόσφατα λόγω της ταινίας.

Ισως το λάθος να βρίσκεται στη γενίκευση. Κι εμένα μου αρέσουν μερικά τραγούδια που λέει ο Καζαντζίδης, ιδίως τα πριν το 1957 και μετά το ’80 οπότε ερμήνευσε και κάποια άσματα μεγάλων συνθετών, και υπάρχουν και άλλα που νιώθω ότι λαϊκίζουν και εκβιάζουν το συναίσθημα, έχουν μελό εκφορά και εκφράζουν αυτολύπηση – η φωνή του είναι αυτή που είναι, μεγαλειώδης, αλλά συγκεκριμένα τραγούδια δεν μου είναι ευχάριστα. Και μην πέφτουμε πάντα στην εμφύλια μανία. Ο καθείς έχει το αυτονόητο δικαίωμα της αρέσκειας ή της απαρέσκειας, είτε γενικά, είτε κατ’ επιλογή – αλλά, μην το παρατραβάμε. Μην πάμε ή στο φωτοστέφανο ή στα Τάρταρα. Στη διχαστική λογική. Στο δέος ή στην απέχθεια.

Μην ξεχνούμε, δε, ότι ο Καζαντζίδης ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος που απόλαυσε αδιανόητη, υπερβάλλουσα δόξα (και χρήμα) τα οποία δύσκολα μπόρεσε να διαχειριστεί. Και πάντα υπήρχαν γύρω του διάφοροι καλοθελητές που τον εξέτρεπαν απ’ το όριο με τις κολακείες και τις υπερβολές τους – εδώ ξεφεύγουν ακόμα και συνετοί, επαρκώς μορφωμένοι άνθρωποι όταν γνωρίζουν τη δόξα, ή την εξουσία, πολιτική ή κοινωνική, την άμετρη κολακεία. Και πόσες αντιστάσεις μπορεί να είχε ένα λαϊκό παιδί που δεν διέθετε ούτε μάνατζερ, ούτε image makers, ούτε ειδικούς να τον κατευθύνουν, ή να φροντίσουν, έστω, για τις καλλιτεχνικές επιλογές και τη δημόσια εικόνα του – ίσως οι πολυπληθείς φαν να του έκαναν και τη μεγαλύτερη ζημιά, όπως συμβαίνει συνήθως. Στο εξωτερικό, τηρουμένων των αναλογιών, σχετικές περιπτώσεις τραγουδιστών-σταρ πέφτουν στα σκληρά ναρκωτικά, στη βαριά κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή, κάποιοι, δε, φτάνουν στον αυτοχειριασμό, μην αντέχοντας όλο αυτό το λατρευτικό μπούκωμα και το αβάσταχτο πανδαιμόνιο.

Ο Καζαντζίδης γλίτωσε με το ψάρεμα, που είναι μια μορφή αυτοθεραπείας. Καταφυγή στη γαλήνη. Στη μοναξιά. Ο Ν.Γ. Πεντζίκης έλεγε πως το ψάρεμα είναι προσευχή. Σε κάθε περίπτωση, άσχετα αν μας αρέσουν ή όχι τα τραγούδια του, όλα, ή κάποια απ’ αυτά, ο καθείς μπορεί να λέει στο σχετικό άσμα είτε «αγριολούλουδο», είτε «αγριογούρουνο» – κατά την παιγνιώδη παραλλαγή των αντί. Ομως, σε δύσκολες εποχές, ο Καζαντζίδης, παρά τις αντιφάσεις του, ερμήνευσε αρκετά τραγούδια-ηρώα, που, έτσι ή αλλιώς, θα αντέχουν για κάποιες δεκαετίες.