Την ιστορία του, λίγο πριν φύγει από το χωριό του, το Δρυόβουνο Κοζάνης, την άφιξή του στη χώρα του Νότου, τα πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα που έκανε για να εξασφαλίζει τα προς το ζειν, την οικογένεια που απέκτησε και το μυστικό της μακροζωΐας του, περιέγραψε με λεπτομέρειες ο συμπάροικος κ. Μηνάς Νιτσόπουλος, ο οποίος την ημέρα των Θεοφανείων, συμπλήρωσε αισίως έναν αιώνα ζωής.
Ομολογώ ότι με άφησε άφωνη. Περιμένοντάς με, με το κοντό παντελονάκι του κι ένα πλατύ χαμόγελο στην είσοδο του σπιτιού του, μοιράστηκε μαζί μου και με εσάς τους αγαπητούς μας αναγνώστες, πολλές σελίδες από τα 100 χρόνια της ζωής του.
Ο κ. Νιτσόπουλος, ήταν ένα από τα έξη παιδιά του Γεωργίου και της Αναστασίας.
Στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών, η Ελλάδα βρέθηκε στη μέση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμάται ότι, όταν οι Γερμανοί, αρχές Ιουλίου του 1944 μπήκαν στα χωριά τους, είχαν κάψει μεταξύ άλλων και τα σχολεία τους. “Δυστυχώς, ό,τι απέμεινε από τη φρίκη του πολέμου, το αποτελείωσε ο εμφύλιος που ακολούθησε. Αυτή η αδελφική σύγκρουση και η καχυποψία, άφησαν ζοφερές εικόνες και μεγάλες πληγές, ιδιαίτερα σε μας τους νέους “, θα πει.
Αποτέλεσμα; “Η μη πολιτική σταθερότητα, ο μαρασμός της υπαίθρου, οι κοινωνικές ανακατατάξεις και η αβεβαιότητα του αύριο, συνετέλεσαν στον ξεριζωμό χιλιάδων ανθρώπων από τις εστίες τους, κυρίως από την ελληνική ύπαιθρο”, προσθέτει.
Το Δρυόβουνο είναι ένα ορεινό χωριό της Κοζάνης, χτισμένο στους πρόποδες του βουνού Άσκιο και στην αριστερή όχθη του ποταμού Αλιάκμονα. Αριθμεί 250 περίπου κατοίκους.
Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ίχνη οικισμών που χρονολογούνται πριν το 1500 μ.Χ., ενώ στο ίδιο σημείο έχουν βρεθεί οχυρώσεις της προβυζαντινής περιόδου. Η τοποθεσία αυτή αποτελούσε από τα αρχαία χρόνια πέρασμα που ένωνε τις σημερινές περιοχές της Καστοριάς με την περιοχή της Κοζάνης και την περιοχή του Μοναστηρίου με την περιοχή της Ανασέλιτσας και, κατ’ επέκταση, των Ιωαννίνων.
Στο χωριό υπαρχουν τρία μοναστήρια. Οι κάτοικοι εκκλησιάζονται στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Μηνά και στον Άγιο Δημήτριο. Στο σημείο που αναβλύζει αγίασμα κτίστηκε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Κοσμά των Αιτωλό.
ΤΟ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟ 1954
Έτσι στα 29 του, πήρε των ομματιών του και μαζί με 60 συμπατριώτες του, επωφελούμενοι της προσφοράς της ΔΕΜΕ, Διακυβερνητική Επιτροπή για τη Μετανάστευση από την Ευρώπη, βρέθηκε επιβάτης στο “Castle Verde”, ένα ιταλικό υπερωκεάνιο το οποίο άρχισε το ταξίδι του από την Ολλανδία, παρέλαβε επιβάτες από τη Γερμανία και την Ιταλία με τελευταίο σταθμό τον Πειραιά.
“Ήταν 10 του Απρίλη του 1954, όταν το καράβι πλεύρισε στο λιμάνι της Μελβούρνης. Ένα πολυήμερο ταξίδι, με τους περισσότερους επιβάτες να είναι άνδρες. Υπήρχαν όμως μερικές οικογένειες και κοπέλες. Χωρίς πολλές διαδικασίες, τους έβαλαν στο τρένο, που τότε έφτανε στο λιμάνι, με προορισμό το Albury.
“Στη συνέχεια, με λεωφορείο, φτάσαμε στο Μεταναστευτικό Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών, στη Bonegilla. Εκεί είχα μείνει μόνο 40 ημέρες. Τότε συνειδητοποίησα, ότι μού έλειπε το κυριότερο εργαλείο – η γνώση της Αγγλικής. Οπότε, έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα”, θυμάται.
Ακολούθησε ένα πέρασμα από το Mt Gambier.
“Τότε μια εταιρία έχε αναλάβει την αναδάσωση του βουνού. Ξεριζώναμε τα ξερά και τα αντικαθιστούσαμε με νέα δενδρύλλια. Ήμασταν πέντε με έξι Έλληνες. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Σιγά-σιγά, με τις λίγες λέξεις που έμαθα και με πολλές χειρονομίες, άρχισα να συνεννοούμαι. Οπότε κάνοντας χρήση των δυο διευθύνσεων που είχα, η μια στη St Kilda και η άλλη στο Fitzroy, έφτασα στην Μελβούρνη, όπου και εξασφάλισα ένα δωμάτιο στο Fitzroy. Οι συμπατριώτες μου τότε, συναντιώντουσαν στο καφενείο “Μέγας Αλέξανδρος” επί της Russell Street. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο εργοστάσιο Standard στο Port Melbourne. Έλληνες και Ιταλοί, εργάτες με ελάχιστα Αγγλικά, συναρμολογούσαμε κομμάτια (parts) αυτοκινήτων”, περιγράφει με γραφιρότητα, λες και οι εικόνες ξεδιπλώνονται μπροστά του ως κινηματογραφική ταινία.
Ο πολυμήχανος όμως κ. Νιτσόπουλος, έκανε και ένα πέρασμα από τις φάρμες στο μάζεμα των φρούτων εποχής και αργότερα ζαρζαβατικών και με πολύ καλό ημερομίσθιο. Όπως λέει ήταν “7 λίρες την ημέρα, παρακαλώ”.
Χείμαρρος και στην κουβέντα, ο αειθαλής παππούς, εξηγεί ότι ακολούθησε εργασία στο Jam Factory στο South Melbourne, στο εργοστάσιο A.J.C στο Prahran, και η 18χρονη εργασία του στο The Model Dairy στο Kew.
“Σε αυτό το εργοστάσιο το οποίο ιδρύθηκε το 1863 από τον James Venn Morgan, θεωρώ ότι έχω γράψει και τη δική μου ιστορία. Σύστησα στη διεύθυνση και προσελήφθησαν 16 άτομα”, λέει με καμάρι.
ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΠΟΥΣ
Ωστόσο, τελευταίο του πόστο ήταν στα Victoria Railways, όπου έμεινε μέχρι το 1989, από όπου και αφυπηρέτησε.
Ώρα να αλλάξουμε ρότα. Την σύντροφο της ζωής του, την αγαπημένη του Ελένη, την γνώριζε από το χωριό. Της έκανε πρόσκληση και ήλθε τον Σεπτέμβρη του 1956. Τότε έμεναν στο Fitzroy. O γάμος τους είχε γίνει στην εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο East Melbourne στις 10 του Οκτώβρη 1956, με κουμπάρους τον Αθανάσιο και την Παρασκευή Τούσσα. Απέκτησαν δυο παιδιά, την Τασούλα και το Γιώργο που τους χάρισαν τέσσερα εγγόνια. Την Αγνή, το Νίκο, την Ελένη και τη Στέφανι.
Αλήθεια πώς ήταν η ψυχαγωγία τότε; “Θυμίζω, ότι παντρευτήκαμε τον Οκτώβρη του 1956. Ένα μήνα μετά, το Νιόβρη, έγινε η 16η Ολυμπιάδα στην Μελβούρνη. Νιόπαντροι, περάσαμε το μήνα του μέλιτος, περπατώντας στους κήπους, στα Exhibition Gardens, όπου σύχναζε ο περισσότερος κόσμος και πολλοί συμπάροικοι”, συμπληρώνει.
Τί θυμάστε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες; “Μεγάλος ντόρος είχε γίνει τότε με την απαγόρευση των αλόγων για το άθλημα της Ιππασίας. Βλέπετε, η Αυστραλία από τότε ήταν υπέρ προστατευτική. Οι νόμοι επέβαλλαν καραντίνα, από φόβο ενδεχόμενης μετάδοσης ξένων ασθενειών στη χώρα”, εξηγεί και ομολογώ ότι δεν γνώριζα το περιστατικό.
Υπερήφανοι για τον πατέρα και παππού τους. “Αισθάνομαι ευλογημένος και περήφανος για την οικογένειά μου και χαρούμενος που μπόρεσα και βοήθησα πολλούς συμπατριώτες μου να βρουν δουλειά. Εφυγα μόνος από το χωριό με τις ευλογίες των γονιών μου, εργάστηκα σκληρά και τα κατάφερα. Μόνο καλό έχω κάνει στη ζωή μου” τονίζει.
Περήφανοι για τον πατέρα και παππού τους, είναι και η θυγατέρα του Τασούλα και ο γιος του Γιώργος “Τον καμαρώνουμε”, λέει η Τασούλα.
Το μυστικό της μακροζωΐας; “Παν μέτρο άριστον. Έχω πειθαρχία στο φαγητό και στο ποτό. Το κρασί είναι σπιτικό, το φτιάχνει ο γαμπρός μου Arthur. Επίσης κοιμάμαι κανονικά, ξεκουράζομαι το μεσημέρι και περπατώ. Κάνω βόλτες στο γειτονικό πάρκο. Ναι. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας μου, μη σας φαίνεται παράξενο. Περπατώ πρωί και απόγευμα μέχρι εκεί που μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Περιποιούμαι τον κήπο μου και είμαι αυτοσυντήρητος. Μένω μόνος στο σπίτι. Δεν μου λείπει όμως η συντροφιά. Κάθε μέρα έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Είμαι χαρούμενος”, λέει, και το μέλι τρέχει από το χαμόγελό του.
Σμίγω λοιπόν τη φωνή μου με τους συγγενείς και τους πολυάριθμους φίλους του και τού εύχομαι υγεία και μακροημέρευση.
Έτη πολλά!
The post Αειθαλής και αεικίνητος ο εκατοντάχρονος συμπάροικος Μηνάς Νιτσόπουλος appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.