Από τις πολώσεις στο καθήκον της λήθης

Κοιτάζοντάς την από τη σχετική απόσταση που συνεπάγεται η πάροδος του χρόνου, η περίοδος της ελληνικής κρίσης θυμίζει σήμερα τον τίτλο της ταινίας του Βιμ Βέντερς: «Τόσο μακριά, τόσο κοντά». Ο κύκλος της έκλεισε εκεί γύρω στο 2018-2019, με την τυπική ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη της ΝΔ στην πρώτη αυτοδύναμη κυβέρνηση έπειτα από μια δεκαετία.

Ωστόσο, οι συνέπειές της παραμένουν παρούσες. Τόσο οικονομικές, για μια χώρα που βρέθηκε στις χαμηλότερες βαθμίδες ευημερίας της ευρωπαϊκής οικογένειας, όσο και ψυχικές, καθώς επισωρεύονται στις συνέπειες των διαδοχικών κρίσεων της εποχής της permacrisis. Ακόμη όμως και προσωπικές: ποιος δεν είδε φιλικές σχέσεις να διαταράσσονται με αφορμή τα όσα μας χώρισαν στα χρόνια της κρίσης;

Μπορεί εκείνη η ακραία πόλωση να μοιάζει από ορισμένες απόψεις μια τρέλα, ωστόσο η τρέλα αυτή είχε μια μέθοδο. Δεν πρόκειται για μια κοινωνία που αίφνης οδηγήθηκε σε συλλογική παράνοια, αλλά για μια κοινωνία που ύστερα από μια μακρά περίοδο ευημερίας και αυξημένων προσδοκιών έπεσε στον τοίχο μιας μεγάλης ματαίωσης και μιας βίαιης υλικής αποστέρησης.

Η διαίρεση της κοινωνίας

Το δημοψήφισμα του 2015 υπήρξε το αποκορύφωμα της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης που πυροδοτήθηκε το 2010. Η επικράτηση του ΟΧΙ με 61,3% υπερέβαινε την επιρροή των κομμάτων που το υποστήριξαν, του αντιμνημονιακού μπλοκ. Αποτύπωνε ένα πολλαπλό κοινωνικό ρήγμα που είχε εμπεδωθεί: στα βορειοανατολικά προάστια της Αθήνας το ΟΧΙ μειοψήφησε, ενώ το ποσοστό του εκτινάχθηκε στις λαϊκές γειτονιές της Β’ Πειραιά αλλά και στη Δυτική Αττική· στις ηλικίες 18-24 σχεδόν 8 στους 10 ψήφισαν ΟΧΙ, σε αντίθεση με τις ηλικίες 65+ όπου πλειοψήφησε το ΝΑΙ· οι άνεργοι, οι φοιτητές και οι μισθωτοί ήταν από τις ισχυρότερες ομάδες υποστήριξης του ΟΧΙ, σε αντίθεση με τους ελεύθερους επαγγελματίες ανώτατης εκπαίδευσης (βλ. αναλυτικότερα: Π. Κουστένης, «Η εκλογική αναστοίχιση 2012-2015» στον συλλογικό τόμο ΣΥΡΙΖΑ. Ενα κόμμα εν κινήσει, Θεμέλιο, 2019).

Την ίδια στιγμή, αυτή η θεσμικά οριακή διαδικασία αποτύπωνε και το πολιτικό ρήγμα που είχε εγκαθιδρυθεί στη χώρα, την αντίθεση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο. Ηταν όμως και το σημείο εξάντλησής της. Ο,τι ακολούθησε, η διαπραγμάτευση, η συνομολόγηση του τρίτου Μνημονίου και η εφαρμογή του από τη δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν παρά η ταχεία υποχώρηση αυτής της συγκυριακής διαίρεσης, η οποία δεν προσέλαβε ιστορικό βάθος ώστε να μιλάμε για «διαιρετική τομή».

Θα έλεγε κανείς ότι το δημοψήφισμα ήταν η στιγμή αποσυμπίεσης του θερμού δυναμικού που είχε συσσωρευθεί στην ελληνική κοινωνία. Ηταν μια χειρονομία «ελεγχόμενης σύγκρουσης»: οι Ελληνες και οι Ελληνίδες διακήρυξαν με τον πιο έντονο τρόπο την αντίθεσή τους σε όσα είχαν προηγηθεί, την ίδια στιγμή που αποδέχονταν τους όρους του παιχνιδιού.

Κάτω από τις πολώσεις και τα ρήγματα, υπήρχε ίσως ένα κοινό έδαφος. Ανεξάρτητα από το πώς κανείς τοποθετούνταν απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές, για τη μεγάλη πλειονότητα η παραμονή στο ευρώ και η υπεράσπιση του ανήκειν της χώρας μας στην Ευρώπη ήταν πρωταρχική επιλογή. Επιλογή που εν τέλει, και παρ’ όλα αυτά, δεν τέθηκε σε διακινδύνευση.

Από την οργή στην καταλλαγή

Δέκα χρόνια μετά, τα κοινωνικά πάθη έχουν καταλαγιάσει. Τη θέση της οργής μοιάζει να έχει πάρει η καταλλαγή, ακόμη και η μελαγχολία. Ωστόσο, συνεχίζουμε να ζούμε σε μια εποχή στην οποία στις (δυτικές) κοινωνίες μας αναδύονται δομικές πολώσεις, πιο ισχυρές παρά ποτέ: οι οικονομικές ανισότητες, οι πολιτισμικοί πόλεμοι, οι διαγενεακές συγκρούσεις, η κλιματική αλλαγή και τα επίδικά της.

Καμία κοινωνία δεν τις αποφεύγει. Εξάλλου, η σύγκρουση βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής όσο και η συναίνεση. Ταυτόχρονα, όμως, καμία κοινωνία δεν μπορεί να λησμονεί αυτό που έλεγε ο Ερνέστ Ρενάν για το έθνος: εάν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί, οφείλουμε να ξεχνάμε τις μεταξύ μας σφαγές, αιματηρές και μη. Τουλάχιστον του παρελθόντος. Για το παρόν και το μέλλον, βλέπουμε.

Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και ερευνητής στο Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου.