Η κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία συνυφαίνεται με τις διαφαινόμενες αξιώσεις ισχύος της Τουρκίας για την ανάδυσή της σε περιφερειακή δύναμη. Μέσω της πολυεπίπεδης προβολής ισχύος, συντασσόμενη με το δόγμα του νεο-οθωμανισμού, επαναπροσεγγίζει την οθωμανική και ισλαμική της κληρονομιά, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, προσδίδοντας την αίσθηση εθνικού μεγαλείου-ανεξαρτησίας στη διαμόρφωση-άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής. Στο περιβάλλον αυτό αναφύεται το ερώτημα περί των ικανών και αναγκαίων προϋποθέσεων για τη διατήρηση των ήρεμων νερών στο Αιγαίο και την οριοθέτηση της ατζέντας του ελληνοτουρκικού διαλόγου «στη βάση των τριών πυλώνων (Πολιτικός Διάλογος, Θετική Ατζέντα, ΜΟΕ)». Αυτό γιατί ακόμη και εάν δύναται κανείς να συμφωνήσει περί της αναγκαιότητας του πολιτικού διαλόγου Αθήνας – Αγκυρας, η όποια διπλωματική προσέγγιση καλείται να προσδιοριστεί με βάση τις αρχές της κλασικής διπλωματίας για τη διασφάλιση της ισορροπίας διαπραγματευτικής ισχύος και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών. Προϋποτιθέμενες συνθήκες που θεωρούνται άγνωστες και ανοίκειες για τους διαμορφωτές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αρκεί να υπομνήσουμε ότι η επίκληση του διεθνούς δικαίου από την Αγκυρα σε καμία περίπτωση δεν συναρμόζει με τη διαπιστωτική της απόφανση ότι νησιά, νησίδες και βραχονησίδες δεν δικαιούνται θαλάσσιων ζωνών πλην της αιγιαλίτιδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δηλώσεις του Ρ.Τ. Ερντογάν για μια εφ’ όλης της ύλης συζήτησης του καθορισμού «των περιοχών δικαιοδοσίας του θαλάσσιου και του εναέριου χώρου» με την Αθήνα.
Αντίστοιχα, όταν αναφέρονται σε διερευνητικές συνομιλίες, αρκούνται στην προηγούμενη ιστορική εμπειρία των εξήντα και πλέον γύρων διερευνητικών συνομιλιών όπως καταγράφεται από τα λεχθέντα των διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: «επί 55 γύρους, μέχρι το 2013» το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών δεν ήταν «ούτε η οριοθέτηση ΑΟΖ ούτε η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία βρίσκονται πολύ σημαντικά ελληνικά νησιά», αλλά «η αναζήτηση συμφωνίας για την έκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο».
Κατά τούτο το κυρίως αντικείμενο των διερευνητικών συνομιλιών συνίστατο στο ζήτημα της κλιμακωτής διεύρυνσης ή μη των ελληνικών χωρικών υδάτων, «που σε ορισμένες περιπτώσεις προέβλεπε την επέκταση των χωρικών υδάτων της ηπειρωτικής χώρας ή ακόμη και στα νησιά δυτικά του 25ου μεσημβρινού στα 12 ν.μ. και στα υπόλοιπα νησιά κλιμακωτή και κατά περίπτωση επέκταση που έφθανε μέχρι τα 8 ή 10 μίλια, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παρέμεναν καθηλωμένα στα 6 ν.μ.».
Συνεπαγόμενα το να εγκαλούμαστε από την Τουρκία για αναθεωρητική πολιτική συμπεριφορά λόγω του ζητήματος της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου και να εγκιβωτιζόμαστε στο τουρκικό επιχείρημα ότι η όποια επέκταση του ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., κατά το γράμμα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, μετατρέπει το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη και πυροδοτεί το τουρκικό causus belli δεν δύναται να εκληφθεί ως βάση για οποιαδήποτε πολιτική διαπραγμάτευση. Γιατί αφενός καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να διαπραγματευθεί την άσκηση της εσωτερικής – εξωτερικής της κυριαρχίας και αφετέρου η διαπραγμάτευση είναι μια κανονιστική διαδικασία που προϋποθέτει αμοιβαίες συγκλίσεις, υποχωρήσεις, συμβιβασμούς χωρίς να απειλείται είτε το συμφέρον επιβίωσης του κράτους είτε τα ζωτικά συμφέροντα του έθνους.
Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής
Πανεπιστημίου Πειραιώς