Την πρώτη φορά που το Κόμμα της Ελευθερίας, ένα ακροδεξιό κόμμα που είχε ιδρύσει το 1956 ένας πρώην αξιωματικός των Ες-Ες, συμμετείχε στην κυβέρνηση της Αυστρίας, οι διαδηλώσεις ήταν τόσο μεγάλες και μαχητικές, ώστε οι υπουργοί μετά την ορκωμοσία υποχρεώθηκαν να διαφύγουν από υπόγειο τούνελ. Και οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν εκείνη την κυβέρνηση ως αποσυνάγωγη. Τις επόμενες δύο φορές που το κόμμα αυτό επέστρεψε στην κυβέρνηση, οι αντιδράσεις ήταν όλο και πιο χλιαρές. Και να που τώρα ο ηγέτης του, ο Χέρμπερτ Κικλ, οπαδός του Πούτιν και εμπνευστής ενός σχεδίου μαζικών απελάσεων μεταναστών, ετοιμάζεται να ορκιστεί καγκελάριος. Το κόμμα του ήρθε πρώτο στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Και το Λαϊκό Κόμμα της κεντροδεξιάς – ο επικεφαλής του οποίου είχε αποκαλέσει τον Κικλ «απειλή όχι μόνο για τη δημοκρατία, αλλά και για την ασφάλεια της Αυστρίας» – διαπραγματεύεται μαζί του τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αλλιώς η Αυστρία θα πρέπει να ξαναστήσει κάλπες, στις οποίες το Κόμμα της Ελευθερίας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, θα μπορούσε έως και να κατακτήσει αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Ο,τι ως πρόσφατα ήταν σκανδαλώδες, ακραίο και αποδιοπομπαίο γίνεται σιγά σιγά όλο και περισσότερο ανεκτό. Σχεδόν φυσιολογικό, αν όχι μέινστριμ. Στη γειτονική Γερμανία, που ψηφίζει τον άλλο μήνα, στη Γαλλία που ψηφίζει σε δύο χρόνια, στην Ολλανδία, τη Βρετανία, την Ιταλία, στις σκανδιναβικές χώρες, παντού στην Ευρώπη, μια ριζοσπαστική Δεξιά, ξενόφοβη, ευρω-σκεπτικιστική και συνήθως ανοιχτά φιλο-ρωσική, περιμένει την ενθρόνιση του ομοϊδεάτη τους στη Βιέννη ως άνεμο που θα φουσκώσει και τα δικά της τα πανιά.
Κινδυνεύει η φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη; Αν κινδυνεύει, πάντως, δεν είναι τόσο επειδή τη σαμποτάρουν τα τρολ της Αγίας Πετρούπολης ή επειδή της επιτίθενται οι προπαγανδιστικές πλατφόρμες του Ιλον Μασκ. Είναι επειδή οι οικονομίες της κλονίζονται, οι προϋπολογισμοί έχουν ελλείματα και οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να βρουν ισορροπία που να συνδυάζει δημοσιονομική υγεία, οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη. Προπάντων επειδή οι βασικοί εταίροι της Μεγάλης Συναίνεσης, που κυβερνά την Ευρώπη από το τέλος του πολέμου ως σήμερα, δεν καταφέρνουν πια να βρουν κοινό τόπο, κοινή γλώσσα. Στην Αυστρία, αν ο ηγέτης της Ακροδεξιάς πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είναι επειδή επί τρεις μήνες Σοσιαλδημοκράτες και Λαϊκοί ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν σε ένα οικονομικό πρόγραμμα. Η ίδια αδυναμία γκρέμισε στη Γερμανία τη συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Και στη Γαλλία μια κυβέρνηση έπεσε και μια δεύτερη κλονίζεται επειδή δεν καταφέρνει να περάσει τον προϋπολογισμό της από τη Βουλή.
Πρώτη στάση Βιέννη, δεύτερη στάση Ουάσιγκτον. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέφει μεθαύριο θριαμβευτικά στον Λευκό Οίκο. Αλλά, αυτή τη φορά, όχι ως όχημα μιας αντι-συστημικής εξέγερσης της «ξεχασμένης Αμερικής». Αλλά ως εκπρόσωπος μιας νέας πανίσχυρης ελίτ, που υποδύεται την αντι-ελίτ.
Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα του προέδρου Μπάιντεν έμοιαζε γραμμένο στη γλώσσα της σκοτεινής δεκαετίας του ’30 του 20ού αιώνα. Προειδοποίησε για τις συνέπειες μιας «επικίνδυνης συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια πολύ λίγων υπερ-πλούσιων ανθρώπων». Σχηματίζεται, είπε, «μια ολιγαρχία ακραίου πλούτου, δύναμης και επιρροής που κυριολεκτικά απειλεί τη δημοκρατία, βασικά δικαιώματα και ελευθερίες». Κι αν κάποτε, το 1961, ο Αϊζενχάουερ, στο δικό του αποχαιρετιστήριο μήνυμα, μιλούσε για τους κινδύνους από ένα «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα», που αποκτά «ανεξέλεγκτη δύναμη και υπερβολική επιρροή», ο Μπάιντεν τώρα προειδοποιεί για τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει ένα «τεχνο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» που απειλεί «να πνίξει την Αμερική κάτω από μια χιονοστιβάδα παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης» και να μετατρέψει την Τεχνητή Νοημοσύνη, την πιο επιδραστική τεχνολογική εξέλιξη όλων των εποχών, σ’ ένα όπλο εκτός δημόσιου, δημοκρατικού ελέγχου, μια θανάσιμη απειλή για την ασφάλεια, την ιδιωτικότητα, τις ελευθερίες.
Μα αν η δυστοπία που περιέγραψε ο απερχόμενος Πρόεδρος μοιάζει ρεαλιστική προφητεία για το άμεσο μέλλον μας είναι, προφανώς, επειδή ο ίδιος και το Δημοκρατικό Κόμμα καθώς και οι ελάχιστες φωνές αντίστασης που είχαν απομείνει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στάθηκε αδύνατο να αναχαιτίσουν τον επερχόμενο Τραμπ. Κυρίως γιατί, ενώ η κυβέρνησή του ακολούθησε την πιο «ρουζβελτιανή» πολιτική των πολλών τελευταίων δεκαετιών, με αιμοδότηση της οικονομίας με δημόσιο χρήμα, μέτρα εισοδηματικής αναδιανομής και κοινωνικής προστασίας, δεν κατάφερε να πείσει εκείνους στους οποίους απευθύνεται μια «προοδευτική πολιτική»: την εργαζόμενη Αμερική. Η οποία ένιωσε ότι ο Τραμπ μιλούσε στην καρδιά της. Είναι σαν το εκλογικό σώμα, και όχι μόνο στην Αμερική, να επαναλαμβάνει εκείνη τη φράση της Βίβιαν Λι στο «Λεωφορείον ο πόθος». «Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία». Δεν θέλω αλήθεια, προτιμώ ένα ωραίο ψέμα.
Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, στην Αθήνα και ας επισκεφθούμε ξανά το πυκνό πολιτικό ημερολόγιο της εβδομάδας που πέρασε, έχοντας κατά νου αυτόν τον σκοτεινό διεθνή ορίζοντα. Οπου όλες οι βεβαιότητες γίνονται αβεβαιότητες, οι διαχωριστικές γραμμές μετατοπίζονται και τα μεγάλα διακυβεύματα αλλάζουν. Με αυτή την οπτική, ό,τι μοιάζει ασφαλής επιλογή μπορεί να περιέχει ρίσκο. Ο,τι μοιάζει ρεαλιστικό μπορεί να αποδειχθεί ουτοπικό. Εχει μια λογική, φυσικά, στα σημερινά διεθνή και εσωτερικά συμφραζόμενα, να επιλέγει ο Πρωθυπουργός μια στρατηγική παραταξιακής συσπείρωσης αντί μιας στρατηγικής συναίνεσης στο Κέντρο. Να προτιμά μια κίνηση περιχαράκωσης απέναντι στην εκ δεξιών απειλή, από μια υπερβατική κίνηση ευρύτερης συναίνεσης. Αλλά ποιος μπορεί να βεβαιώσει ότι η στρατηγική αυτή θα αποδειχθεί όντως ρεαλιστική και ασφαλής, σε μια εποχή όπου τους «ρεαλιστές» και τους συμβιβασμούς τους τούς σαρώνουν οι ριζοσπάστες που προσφέρουν «μαγεία», ωραία ψέματα;