Πριν καν αναλάβει επίσημα καθήκοντα, ο Ντόναλντ Τραμπ άρχισε μια διπλωματική προσπάθεια για τον τερματισμό του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ζητώντας «άμεση κατάπαυση του πυρός» μετά τη συνάντησή του με τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Παρίσι, στις αρχές Δεκεμβρίου. Εχει δίκιο που επιδιώκει τον τερματισμό του πολέμου.
Ακόμη και αν η Ρωσία δεν μπορέσει να νικήσει τις ουκρανικές δυνάμεις, ένας ατέρμονος πόλεμος θα μπορούσε τελικά να καταστήσει την Ουκρανία αποτυχημένο κράτος. Παρ’ όλα αυτά, καθώς ο Τραμπ προσπαθεί να ωθήσει την Ουκρανία και τη Ρωσία προς μια κατάπαυση του πυρός, οφείλει να αναγνωρίσει ότι είναι προς το πολιτικό συμφέρον του (και προς το εθνικό συμφέρον της Αμερικής) η συνέχιση της παροχής σημαντικής υποστήριξης στους Ουκρανούς και η αποδοχή μόνο μιας συμφωνίας που θα έχει ως αποτέλεσμα μια κυρίαρχη, ασφαλή Ουκρανία. Θα πρέπει να σταματήσει να μιλάει για τερματισμό της βοήθειας και να αρχίσει να πείθει το απρόθυμο, αλλά γενικά υπάκουο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ότι η συνέχισή της είναι απαραίτητη για την επίτευξη μιας βιώσιμης κατάπαυσης του πυρός και, τελικά, για τη ματαίωση της προσπάθειας του Κρεμλίνου να υποτάξει την Ουκρανία. Σε περίπτωση κατάρρευσης της άμυνας της Ουκρανίας, η εικόνα ρωσικών δυνάμεων να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερα εδάφη, ενδεχομένως με εισβολή ρωσικών τανκς στο Κίεβο, θα εξανέμιζε τις ελπίδες του Τραμπ να θεωρηθεί μεγάλος ειρηνοποιός. Θα κατέληγε, αντίθετα, σε ένα δικό του οιονεί Αφγανιστάν.
Στον αντίποδα, αν ο Πούτιν γνωρίζει ότι η αμερικανική βοήθεια θα συνεχίσει να ρέει στην Ουκρανία επ’ αόριστον, θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να νικήσει, καθιστώντας έτσι πολύ πιο πιθανή τη συμμετοχή του σε ειλικρινείς προσπάθειες για τον τερματισμό του πολέμου. Μια υποταγμένη Ουκρανία θα ήταν νίκη όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά και για την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Με τις χώρες αυτές να υποστηρίζουν τη ρωσική στρατιωτική επιθετικότητα, ο πόλεμος αντιπροσωπεύει το πρώτο κοινό εγχείρημα ενός αναδυόμενου Αξονα Απολυταρχιών.
Αντί αυτού, ο Τραμπ θα πρέπει να αποδεχθεί μόνο μια διευθέτηση που θα διασφαλίζει ότι το περίπου 80% της Ουκρανίας, το οποίο παραμείνει υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης του Κιέβου, θα αναδειχθεί ως κυρίαρχο και ασφαλές success story.
Αυτό θα απαιτήσει δέσμευση για παροχή στην Ουκρανία, επί πολλά χρόνια, των όπλων και της οικονομικής βοήθειας που θα χρειαστεί για αυτοάμυνα και για την ανασυγκρότηση της οικονομίας της.
Η διανομή εδαφών είναι το εύκολο μέρος. Το ποιος ελέγχει ποια περιοχή θα καθοριστεί από τη διάταξη των δυνάμεων όταν επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός. Αλλά η Ρωσία είναι απίθανο να σταματήσει εκεί.
Ο Πούτιν θα μπορούσε κάλλιστα να απαιτήσει ουδετερότητα της Ουκρανίας και περιορισμούς στο μέγεθος των ενόπλων δυνάμεών της – όπως έκανε το 2022. Ο Τραμπ οφείλει να αναγνωρίσει ότι αυτοί οι όροι δεν είναι εφικτοί – θα άφηναν την Ουκρανία υπερβολικά εκτεθειμένη και ευάλωτη.
Ο Πούτιν μπορεί επίσης να επιμείνει στην επίσημη αναγνώριση από τις ΗΠΑ των κατεχόμενων τμημάτων της Ουκρανίας ως ρωσικού εδάφους και στην άρση των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Και πάλι, ο Τραμπ δεν μπορεί να συναινέσει – κάτι τέτοιο θα νομιμοποιούσε τη βίαιη προσάρτηση εδάφους άλλης χώρας από τη Ρωσία. Οπως έκανε δε λίγο πριν από την εισβολή, ο Πούτιν μπορεί να απαιτήσει ευρύτερες αναθεωρήσεις στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και μείωση ή απόσυρση των συμμαχικών δυνάμεων από την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Και εδώ, ο Τραμπ πρέπει να είναι ανυποχώρητος. Δεδομένης της συνεχιζόμενης απειλής που συνιστά η Ρωσία για τη Δύση, οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να αποδυναμώσουν την άμυνα του ΝΑΤΟ. Τέλος, ο Τραμπ πρέπει να κατανοήσει ότι δεν μπορεί να συνάψει συμφωνία με τον Πούτιν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ευρωπαίων συμμάχων της Αμερικής. Μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία εις βάρος της συμμαχικής ενότητας θα ήταν μέγα λάθος. Μια διχασμένη ατλαντική συμμαχία και μια κατακερματισμένη ΕΕ θα άφηνε τις ΗΠΑ χωρίς τον ισχυρό ευρωπαϊκό εταίρο που χρειάζονται, όχι μόνο έναντι της Ρωσίας, αλλά και για να προωθήσουν τη σταθερότητα σε έναν όλο και πιο άναρχο κόσμο.
Ο Μάικλ Φρόμαν είναι πρόεδρος της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Council on Foreign Relations (CFR). O Τσαρλς Α. Κάπτσαν είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν και ανώτερος συνεργάτης στο CFR Council on Foreign Relations, με θητεία στο Συμβούλιο Εθνικής Aσφαλείας των ΗΠΑ επί προεδρίας του Μπιλ Κλίντον και του Μπαράκ Ομπάμα